Ο Αμφισσαίος λόγω των ονομαστών κουδουνιών και καμηλών. (Δες).
Με στείλανε στους γκαμηλοκουδουνάδες.
Ο Αμφισσαίος λόγω των ονομαστών κουδουνιών και καμηλών. (Δες).
Με στείλανε στους γκαμηλοκουδουνάδες.
Got a better definition? Add it!
Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).
Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικά ο Αγρινιώτης, θεωρούμενος ως άξεστο αγρίμι. (Δες).
Οι αγριμιώτες φωναζουν πέστε κάτω γιατι έρχεται 5αρα. Ευγενική χορηγία σε όλους τους κλακαδόρους του χβ και του μάγου της ερμιονίδας. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
O παθητικός ομοφυλόφιλος. Αναφέρεται στους ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Είναι δηλαδή αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.
ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΣΑΣ ΤΟ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟ ΡΕ ΠΙΣΩΛΟΥΡΙΑΔΕΣ!!! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Νεολογισμός που σημαίνει τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που αντιγράφουν την ετεροκανονικότητα των στρέιτ.
Ο ομοκανονικός τρόπος σκέψης, μερικές φορές, είναι ισάξια σπαστικός με τον ετεροκανονικό.(Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Νεολογισμός που σημαίνει το φαινόμενο μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας να ζουν και να συμπεριφέρονται όπως οι ετεροκανονικοί στρέιτ, φτιάχνοντας οικογένειες, επιμένοντας στην ατομική ιδιοκτησία, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, ως queer Παντελήδες νοικοqueerαίοι.
Ομοκανονικότητα και Ετεροκανονικότητα. Όψεις του ίδιου νομίσματος. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο μπαχαλάκιας που πετάει καδρόνια σε διαδηλώσεις και σκηνικά με αστυνομικούς.
Από καδρόνιας έγινε υπηρέτης της Νέας Τάξης (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Ο προλετάριος των παραλιών που δεν έχει ή δεν θέλει να πληρώσει ομπρέλα και ξαπλώστρα σε σχετική επιχείρηση και κάθεται στην άμμο με την πετσέτα του.
Πολλοί πετσετάριοι έχουν αγκαλιάσει το κίνημα της πετσέτας που διεκδικεί ισότιμη πρόσβαση στους αιγιαλούς.
Got a better definition? Add it!