Στη γλώσσα των κυνηγών το μεγάλο σε ηλικία και μοναχικό αγριογούρουνο.
- Έριξα τα μπαράκια μέσα στο σφιχτό και φέρμαραν ενα κατοστάρη μονιά
- Tον πήρες;
- Πρόλαβα και του έριξα δυο μπηχτές με δραμιάρικα και έκατσε 30 μέτρα πιο πέρα.
Στη γλώσσα των κυνηγών το μεγάλο σε ηλικία και μοναχικό αγριογούρουνο.
- Έριξα τα μπαράκια μέσα στο σφιχτό και φέρμαραν ενα κατοστάρη μονιά
- Tον πήρες;
- Πρόλαβα και του έριξα δυο μπηχτές με δραμιάρικα και έκατσε 30 μέτρα πιο πέρα.
Got a better definition? Add it!
Είναι το μικρό σκυλί (το λέμε και για μεγάλα αλλά ειρωνικά). Τελείως κοροϊδευτική λέξη έχει παρόμοια σημασία με τον ποκοπίκο, όσο αφορά το μέγεθος. Είναι και αρσενικού γένους, αλλά και ουδέτερου. Προέρχεται από το αμερικάνικο goofy goober, που είναι το χαζό άτομο, ο σπασίκλας.
- Και εκεί που ήμουν πάνω στο στρογγυλι, με πήρε στο κατόπι ένας γκούφη γκούπερ και ξέρεις, τι να κλάσω με το πενηντάρι... οπότε έφαγε ένα κλωτσίδι το καημένο...
- Κοίτα αγάπη μου! Μας πήρα ένα σκυλάκι! Κανίς-Γκριφόν είναι!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧ!!! Τι είναι αυτό το γκούφυ γκούπερ;!;! Roflcopter!
- ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!
Με κάλεσε ο Πέτρος σπίτι του και είχε έναν γκούφη γκούπερ ΝΑ! Μου πήγε το σκατό στη κάλτσα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:
Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.
Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.
-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...
-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...
Got a better definition? Add it!
Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).
Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).
Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...
Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).
Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.
- Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
- Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα...
- Εγώ θα το πω....
- Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....
- Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
- Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
- Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η βουλή των εξουσιαστικών σκυλιών.
Μέσα στη Βουλή, άνθρωποι οι οποίοι έχουν πάρει την ψήφο του έλληνα πολίτη ώστε να τον εκπροσωπούν επάξια, εκμεταλλεύονται τη δύναμη τους για να εκπροσωπήσουν τα δικά τους και μόνο συμφέροντα.
Συχνά το κάνουν με πάθος εξ' ου και οι κοινωνικές αδικίες, ο προσωπικός πλουτισμός των λίγων σε βάρος των πολλών και τέλος η κατάρρευση του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον σύγχρονο μεσαίωνα.
- Όταν αυξάνονται οι μισθοί των δικαστικών, αυξάνονται ταυτόχρονα και οι μισθοί των βουλευτών. Αποφασίζουν μόνοι τους την αύξηση των μισθών τους.
- Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από ΚΟΙΝΟβούλιο αλλά από κυνοβούλιο...
Got a better definition? Add it!
Στην Β. Ελλάδα, με έναν μηχανισμό διχτυών - παράνομο πια - πιάνουμε ζωντανά πουλιά όπως καρδερίνες, φλώρους, σκαθιά, κλπ.
Για ζωντανό δόλωμα στα περαστικά πουλιά, χρησιμοποιείται η φίντα, ένα δεμένο ζωντανό πουλί, πχ. καρδερίνα, το οποίο με την βοήθεια ενός μηχανισμού, πεταρίζει όταν περνούν τα κοπάδια των πουλιών που μας ενδιαφέρουν και τα προσελκύει στα δίχτυα μας.
Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες το παλιό αυτό σπορ, για τις κοπέλες που δουλεύουν ως υποδοχή στα cafe, bar, κλπ.
Αυτές οι κοπέλες λειτουργούν ως φίντα στην πραγματικότητα, προσελκύοντας τους λιγούρηδες περαστικούς κάγκουρες με τον ίδιο τρόπο.
Παιδιά αυτό το πεδίο το βαριέμαι, δεν γράφω τίποτα. Sorry.
Got a better definition? Add it!
Οι Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Σολωμού 3 Κορυδαλλός, Τ.Κ 18110, τηλ. Διεύθυνσης 4957136, τηλ. Γραμματείας 4950339, fax 4964503. Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.
Το εξωτικό προάστιο του Δήμου Κορυδαλλού, έχει ονομαστεί προφανώς έτσι εκ του ομωνύμου πτηνού, είναι όμως γνωστό ανά την υφήλιο για τις Φυλακές του: Δικαστική Φυλακή για τους άνδρες + Κλειστή Φυλακή Γυναικών.
Όταν ακούσεις κάποιον να λέει «Κορυδαλλός», στάνταρ 7 στις 10 φορές αναφέρεται στη γνωστή Φυλάκα, κατά σχήμα συνεκδοχής. Αν θεωρήσουμε αυτό το σχήμα λόγου ως ένα πρώτο σλανγκικό επίπεδο, τότε με τη χρήση της λέξης «πουλί» περνάμε σε ένα δεύτερο επίπεδο, που προϋποθέτει την εξοικείωση με το πρώτο. Δεν στέκει δλδ να αρχίσεις με τη μία να λες τις Φυλακές «πουλί», χωρίς πρώτα να έχεις χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές την έκφραση «στον Κορυδαλλό», «στον εξωτικό Κορυδαλλό», «στην εξοχή του Κορυδαλλού», «στο φρέσκο του Κορυδαλλού» κ.ο.κ.
Κανονικά θα έπρεπε να γράφεται και με κεφαλαίο: το Πουλί. Είναι όμως φρέσκια η σλανγκιά και ωσεκτουτού άγνωστη προς το παρόν στον γραπτό λόγο. Οπότε παραμένει το αρχικό μικρό μέχρι νεωτέρας διαταγής. Φιλάκια.
— Που χάθηκε ο Μπαμπίνος;
— Δεν τα 'μαθες; Μπούκαρε σ' ένα βενζινάδικο, τον τσάκωσαν και τώρα κάνει διακοπές διαρκείας στο πουλί.
Τον είχαν στην Κέρκυρα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να τον φέρουν εδώ Αθήνα, στο πουλί, να 'ρχεται η γυναίκα να τονε βλέπει καμιά φορά.
Με τις μαλακίες που κάνεις σε βλέπω με εισιτηριάκι πρώτη θέση για το πουλί. Στ' αρχίδια σου, συνέχισε, κι εγώ θα 'ρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα. Μαλάκα, ε μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Σκυλάδες αποκαλούνται οι:
Βλ. και κρυφοσκυλάς.
Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)
Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...
Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.
Πού σαι, μπέτσκα μου;
Got a better definition? Add it!