Further tags

Το ασθενοφόρο.

Χαρακτηριστικό δείγμα μιας σειράς λογοπαιγνίων που βασίζονται στην διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας.

Τα λογοπαίγνια αυτά αποτελούνται από δυο, συνήθως, λέξεις. Είναι, είτε:

  • δυο λέξεις τούρκικες, η τουρκικής προέλευσης, που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στο ελληνικά και είναι απόλυτα κατανοητές σχεδόν από κάθε ελληνόφωνο, π.χ. ζαρζαβάτ πασά, ή,
  • μια λέξη τούρκικη, ως ανωτέρω, και μια λέξη ελληνική, εν μέρει παραμορφωμένη ώστε να ηχεί τουρκική, συνήθως με την περικοπή φωνήεντος από την κατάληξή της π.χ. ξεφτίλ παρά.

    Οι συνδυασμοί που παράγονται δεν υπάρχουν ως φράσεις στα τούρκικα, πλην ελαχίστων εξαιρεσεων π.χ. μπουζ ντουλάπ. Από Τούρκους που δεν ξέρουν ελληνικά, κάποιοι γίνονται κατανοητοί, μετά από λίγη σκέψη, άλλοι όχι. Κάποιοι, λίγοι, τα βρίσκουν αστεία, οι περισσότεροι όχι.

Στα ελληνικά, οι φράσεις λειτουργούν κυρίως ως ατάκες ανεκδότων, π.χ:

[I]- Πώς είναι στα τούρκικα η χειροβομβίδα;
- Δεν ξέρω, πώς είναι στα τούρκικα η χειρομβομβίδα;
- Μπαρούτ κεφτέ... αχαχαχαχα... [/I]

Το καλαμπούρι εν μέρει προκύπτει από την παραμόρφωση των λέξεων, εν μέρει από το απροσδόκητο των συνδυασμών αλλά κύρίως από το γεγονός ότι οι φράσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως γνησίως τούρκικες - και όχι ως κατασκευασμένα λογοπαίγνια, κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο ευρηματικά. Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι φράσεις αυτές την προκατάληψη του μέσου Έλληνα ότι τα τούρκικα είναι γλώσσα από άξεστη έως αστεία και τα στερεότυπα περί μπουνταλάδων Τούρκων κλπ.

Στο στόχαστρο του καλαμπουριού μπαίνουν και οι τουρκομερίτες Έλληνες πρόσφυγες - οι φράσεις ειρωνεύονται το γεγονός ότι ανακατεύουν στην ομιλία τους τούρκικες λέξεις και εκφράσεις καθώς και την προφορά τους στα ελληνικά.

Έχουν επίσης αυτές οι mots faux turcs και μειωτικό χαρακτήρα, π.χ. ένα κομπιούτερ που το περιγράφουμε ως μπλιμπλίκ ντουλάπ μάλλον δεν είναι υψηλών προδιαγραφών ενώ οι γιατροί δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τους κτηνιάτρους αποκαλώντας τους χαϊβάν ντοκτόρ.

Πολυγραφημένες λίστες με ντεμέκ τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν, επιβεβαιωμένα, σε σχολεία στην δεκαετία του '50. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν δημοφιλείς λόγω της αναζοπύρωσης των αντιτουρκικών αισθημάτων που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα τα γεγονότα της Πόλης του 1955 και οι εξελίξεις της εποχής στο Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι το χιούμορ αυτό θεωρείται εδώ και καιρό μάλλον αφελές και ξεπερασμένο, το είδος έχει επιβιώσει - έστω σε περιορισμένη έκταση - και στο Ίντερνετ και μάλιστα υπάρχουν και δείγματα προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, π.χ. η τηλεδιάσκεψη που έχει αποδοθεί ως παρτούζ τελεφόν.

Στην Τουρκία δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο διακωμώδησης της ελληνικής γλώσσας. Το πλησιέστερο παράδειγμα που γνωρίζουμε είναι τα franglais, με την έννοια που έχει η λέξη στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία - η κατασκευή προτάσεων με ανάμεικτες γαλλικές και αγγλικές λέξεις και με την κατά λέξη μετάφραση στα γαλλικά αγγλικών ιδιωματισμών, π.χ. Je ne care pas, ή longtemps pas voir. Στην περίπτωση των franglais, πάντως, βασικός στόχος είναι οι Άγγλοι που χειρίζονται άσχημα την γαλλική γλώσσα και λιγότερο τα ίδια τα γαλλικά.

Οι ψευδεπίγραφες τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου δεν πρέπει να συγχέονται με τις γνήσιες τούρκικες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούνται ατόφιες στα ελληνικά π.χ. ταμάμ, γιαλαντζί, εκμέκ κανταΐφι, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ. Δεν πρέπει να συγχέονται επίσης με φράσεις όπως το χανούμ μπουρέκ και το σουλτάν μερεμέτι -, τουρκογενείς μεν αλλά που δεν υπάρχουν στα τούρκικα και που έχουν ιστορικά σαφή σημασία στα ελληνικά, όχι επί τούτου ειρωνική.

Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται η ελληνική λέξη, η ντεμέκ τούρκικη φράση και, τέλος, η μετάφραση στα τούρκικα.

Πώς είναι στα Τούρκικα...

  • αναπηρική σύνταξη: σακάτ μπαξίς: sakatlık maaşı
  • ανελκυστήρας: νταχτιρντί ντουλάπ, νταχτιρντί μπαούλο, σούρτα φέρτα ντουλάπ: asansör
  • ασθενοφόρο: σακάτ αραμπά: ambulans
  • αεροδρόμιο: χαβά λιμάνι: hava limani
  • βέρα: μπουνταλά χαλκά: alyans
  • Βιάγκρα: τσουτσούν μπαρούτ
  • βιβλιάριο απόρων κορασίδων: μπατίρ χανούμ τεφτέρ
  • γεωπόνος: ζαρζαβάτ ντοκτόρ: tarımcı
  • δάσκαλος: τσογλάν αγά: öğretmen
  • δημόσιος υπάλληλος: τεφτέρ τσογλάν: memur
  • διαζύγιο: άι σικτίρ χανούμ μπελά: boşanma
  • εκπτώσεις: ξεφτίλ παρά: indirim
  • ελικόπτερο: σαματά ζουζούν: helikopter
  • Η λίμνη των κύκνων: παπί χαβούζ: kuğu gölü
  • χρηματοκιβώτιο: παρά σεντούκ: kasa
  • θωρηκτό: τσαμπουκά παπόρ: savaş gemisi
  • Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: γιουβαρλάκ σοφρά εφέντες: Yuvarlak Masa Şövalyeleri
  • κηπουρός: ζαρζαβάτ πασά, ζαρζαβάτ τσογλάν: bahçıvan
  • κομπιούτερ: μπλιμπλίκ ντουλάπ: kompüter
  • κτηνίατρος: χαϊβάν ντοκτόρ: veteriner
  • μακιγιάζ: χανούμ σοβά μερεμέτ: makyaj
  • μαλακία: τσουτσούν νταχτιρντί: otuz bir çekmek
  • Μητσοτάκης: Γκαντέμ Πασά
  • ναυμαχία: καϊκ καυγά: deniz savaşı
  • νεκροταφείο: ψοφίμ μπαχτσέ, ραχάτ μπαξέ: mezarlık
  • νοσοκομείο: σακάτ οντάς: hastane
  • παιδίατρος: τσογλάν ντοκτόρ: çocuk doktoru
  • πεθερά: σιχτίρ χανούμ: kayınvalide
  • πεταλούδα: εμπριμέ κουνούπ: kelebek
  • πολυβόλο: ταμ ταμ μαραφέτι: makineli, mitralyöz.
  • προφυλακτικό: τσουτσούν φερετζέ: prezervatif, kaput
  • πρώτη νύχτα του γάμου: τσουτσού σεφτέ
  • ραδιόφωνο: τζερτζελέ μαραφέτ, σαματά κουτί: radyo
  • σουτιέν: μεμέ ζεμπίλ, μαστάρ ντορβά
  • σπέρμα: τσουτσού σορόπ, τσουτσού καιμάκ, τσουτσούμ σογιού: meni
  • σχολείο: τσογλάν μαντρί: okul
  • τανκ: σαματά τουτού, τσαμπουκά τουτού, τσαμπουκά τρακτέρ: tank
  • ταχυδρόμος: χαμπέρ χαμάλ: postacı
  • τηλεδιάσκεψη: παρτούζ τελεφόν: telekonferans
  • τηλεόραση: μπανιστήρ ντουλάπ: televizyon
  • υποβρύχιο: μπαμπές παπόρ: denizaltı
  • χειροβομβίδα: μπαρούτ κεφτέ, μπουμ κεφτέ: el bombası
  • ψυγείο: μπουζ ντουλάπ, τουρτούρ ντουλάπ: buzdolabı

περιέχει διάφορα (από Khan, 17/11/10)

To λήμμα, ο ορισμός και τα παραδείγματα δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και είναι ανοιχτά για συμπλήρωση από όλους στο slang.gr, εξ ου και η υπογραφή είναι slang.gr collective. Όποιος θέλει να συμπληρώσει κάτι, ας στείλει αναφορά στην Συντακτική Ομάδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τόκα, τοκάς

Πόρπη ή αγκράφα ζώνης, όπως τη λένε στην βόρεια Ελλάδα. Από την τουρκική toka (εδώ).
όποιος βρει αυτήν με τις σφαίρες...

απ' το τουίτερ
1. Αντρας που στην ζωνη εχει τοκα με μπλε λεντακια, κ περναει κυλιομενο μηνυμα "Savvas the lover". ΕΞΥΜΝΩ.
2. Ψιλοκάβαλο παντελόνι πουκάμισο με στρας από μέσα ζώνη με τόκα σκαρπίνι μαλλί ζελέ πλάγιο.
3. μονο οταν φορεθει πουλοβερ μεσα απο ψηλοκαβαλο τζην και ζωνη με τοκα θαχει τερματισει το 80ς
4. Ξεκρεμάς το τζιν πίσω απτην πόρτα. Έχει απάνω ζώνη. Με τόκα μεγάλη & βαριά. Κρέμεται. Το φέρνεις κοντά για να το βάλεις. Χτυπάς τ' @@ σου. Άουτς
5. Πάλι καλα... τις προάλλες κάποιος φορούσε στη ζώνη τόκα φτιαγμένη από σφαίρες... μα είναι δυνατόν;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκιοσές (τουρκικής προέλευσης λέξη) είναι το κλειστό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, σε ένα δίπατο σπίτι. Συνήθως ξεπετάγεται μες τον δρόμο, αφού το πλατύσκαλο του σπιτιού είναι το όριο του δρόμου. Οι ορίτζιναλ γκιοσέδες ήταν ξύλινοι και είναι καθαρά δείγμα αρχιτεκτονικής της περιοχής των παραλίων, καθώς και των νησιών, σε αστικές συνοικίες. Από τον γκιοσέ ελέγχεις όλη την κίνηση του δρόμου, αφού στην ουσία στέκεσαι πάνω από τον δρόμο.

Σπίτια με γκιοσέδες υπάρχουν στα παράλια και στα νησιά κοντά στα παράλια. Έχουν μείνει ακόμα κάποια σπίτια με γκιοσέδες, αλλά οι πιο πολλοί γκρεμίστηκαν με την έλευση των λεωφορείων και των φορτηγών.

Δείτε τα μήδια.

(από electron, 18/12/09)πάρτε τρεις γκιοσέδες στη σειρά (από electron, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καρατζαφέρης, σημασιολογικώς αποκαλούμενος. Είναι αδιάψευστο γεγονός ότι το όνομα του ακραιφνούς Έλληνος πολιτικού μας προέρχεται από το kara = μαύρος, και cafer (αραβ. gafar) = μουσουλμάνος της αίρεσης των «τζαφέρηδων». Έτσι, πολλοί σλανγκίζοντες και πολλές σλανγκίζουσες τον αποκαλούν «Μαύρο Τζαφέρη». Το kara- εδώ είναι μάλλον επιτατικό, αλλά δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε χροιά δέρματος...

Παραλλαγή: Μαυροτζαφέρης

  1. Από εδώ: «Όλα très banal… Κοντεύουμε να γίνουμε ανεπίστρεπτα χώρα βλαχογκλάμουρων. Χριστοφοράκος, Κυριάκος, πάλι Μητσοτάκης, Μαύρος Τζαφέρης, Λαζόπουλος, δικαστήρια, εισαγγελείς, μόνο στρατοδικεία λείπουν…»

  2. Από εδώ: «Με δυο λόγια τους λέει ο Μαυροτζαφέρης… θέλετε να συνεχίσετε να τρώτε από το μέλι; Δώστε σε εμάς το βάζο· Με την ευκαιρία ας επιβάλλουμε τις απόψεις μας·»

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέταρτο παιχνίδι του ταβλίου που γνωρίζουν λίγοι και παίζουν ακόμη λιγότεροι. Έχει χαρακτηριστεί τυχερό παιχνίδι από τους αυτοθεωρούμενους επιστήμονες που απεχθάνονται την κωλοφαρδία. Βέβαια εκεί που η κωλοφαρδία ενσωματώνεται στη λογική, αρχίζει το γκιούλ. Εδώ βέβαια μπορεί να αρχίσει θεολογική, φυχολογική και παραψυχολογική συζήτηση, γιατί αφενός υπάρχει η ψυχολογική κωλοφαρδία (φέρνω ότι θέλω) αλλά και η τοποθέτηση του εγώ απέναντι στα θεία (αν θεωρήσουμε ότι η κωλοφαρδία είναι θεόπνευστη).

Παίζεται με τους γενικότερους όρους που διέπουν το «φεύγα» με τις εξής διαφορές:
Ο παίκτης μπορεί να τοποθετήσει αμέσως πούλια στην περιοχή του χωρίς να χρειάζεται να κατέβει στην περιοχή του αντιπάλου. Μετά και τη δεύτερη ζαριά, η οποία παίζεται φευγοειδώς (δηλαδή στην τρίτη ζαριά), «παίζονται» οι διπλές, δηλαδή όποιος φέρει μια διπλή (x,x) παίζει και όλες τις επόμενες διπλές {(x+1,x+1) έως (6,6)} με αύξουσα πάντα σειρά. Συνεπώς η μεγαλύτερη ζαριά είναι οι άσσοι (1,1). Ο κάθε παίκτης ουδεμία υποχρέωση έχει να αφήσει διαδρόμους στον αντίπαλο. Μπορεί να τον κλείσει παντού. Αν κάποιος παίκτης φέρει ζαριά που δεν έχει να παίξει (εξ ολοκλήρου ή τμήμα αυτής) αφού κάνει τις κινήσεις που μπορεί, τις υπόλοιπες τις παίζει ο αντίπαλος.

Εκ του ονόματος φαίνεται να έχει τούρκικη προέλευση, ωστόσο, ακολουθώντας την πάγια άποψη μου ότι οι Τούρκοι ήταν παντελώς ανίκανοι να αναπτύξουν εκ θεμελίων δικό τους πολιτισμό, αλλά ικανότατοι στην οικειοποίηση άλλων, βρήκα ότι είναι αραβικής προέλευσης (Μουλτεζίμ = > φεύγα και γκιούλ).εδώ

Πέρα από το τάβλι η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τύπου ντόμινο ακολουθία καταστάσεων.

Ούτε γκιούλ να έπαιζα ρε φίλε, με πήρε η κάτω βόλτα και δε μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Από σφαλιάρα σε σφαλιάρα.

Γκιουλ Καντίμ, πρώην Λούβαρη, πρώην Φιξ (από johnblack, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.

Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified