Further tags

Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.

  1. Τη δουλειά της κάνει η τσουρογρια και για τα λεφτά που μας έχει δώσει και για τη θεσούλα της ενδιαφέρεται. (Από θάψιμο της Κριστίν Λαγκάρντ στο Φέισμπουκ).
  2. ΚΑΚΟΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΥΡΟΓΡΙΑ ΦΕΤΟΣ ΕΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. (Ksipnistere με φωνακλά τζιλφάκια επίδοξο καλοκ-εραστή της Άγκελας Ζάουερ).
  3. δεν το ακουσα ολο το κομματι γιατι προτιμω να παω να παρω γλειφοκώλι σε καμια τσουρογρια παρα να το ακουσω. (Hip Hop).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μηχανισμός ανοίγματος και κλεισίματος σε παλιά σπίτια. Ίσως και τμήμα μόνο του μηχανισμού ως ελατήριο σε παρόμοιες κατασκευές πορτών. Μάνταλο.

Προέλευση μάλλον τούρκικη που μέσω Μικράς Ασίας πέρασε Ελλάδα.

Χρήση κυριολεκτική και μεταφορική. Μεταφορικά το λέμε όταν χαλάμε, σπάμε κάτι μέχρι αχρηστίας:

Άτιμο παιδί πώς το βαρούσες έτσι ρε το πιάνο? Τού'σπάσες τα ζεμπερέκια!

Καλά ε άμα αγοράσω εγω ένα σπόρ αμάξι όλο πατητός θα πηγαίνω, θα του γαμήσω τα ζεμπερέκια.

Έχω στον πούτσο μου βιολιά/ έχω και τουμπερλέκια/ κι όπως γουστάρω τα βαρώ/ και σπάω τα ζεμπερέκια. Γεώργιος Καραϊσκάκης (παράθεση από την ταινία: Οι ιππείς της Πύλου, 01:19:40).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νταγιάκι, νταγιάκα

Ξύλο, όχι το υλικό, ξυλοδαρμός. Λέξη σε αχρηστία πια αφου οι πρώτες γενιές των προσφύγων και όσοι άλλοι χρησιμοποιούσαν τούρκικες λέξεις, εξέλιπαν.

Εκ του τουρκ. dayak = χτύπημα, ξυλοδαρμός που πήρε ελληνική κατάληξη κι έγινε νταγιάκι (το) και για επίταση νταγιάκα(η).

Μαζευτήκανε στην πλατεία και φωνάζανε κι ύστερα ήρθανε οι χωροφύλακες κι έπεσε νταγιάκι άγριο.

Κάτσε ήσυχα γιατι θα δουλέψει νταγιάκα.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του δεκανικιού ίσως επειδή τα πρώτα τέτοια ήταν ιδιοκατασκευές (όπως η μαγκούρα συνώνυμη του ξυλοκοπήμστος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τόκα, τοκάς

Πόρπη ή αγκράφα ζώνης, όπως τη λένε στην βόρεια Ελλάδα. Από την τουρκική toka (εδώ).
όποιος βρει αυτήν με τις σφαίρες...

απ' το τουίτερ
1. Αντρας που στην ζωνη εχει τοκα με μπλε λεντακια, κ περναει κυλιομενο μηνυμα "Savvas the lover". ΕΞΥΜΝΩ.
2. Ψιλοκάβαλο παντελόνι πουκάμισο με στρας από μέσα ζώνη με τόκα σκαρπίνι μαλλί ζελέ πλάγιο.
3. μονο οταν φορεθει πουλοβερ μεσα απο ψηλοκαβαλο τζην και ζωνη με τοκα θαχει τερματισει το 80ς
4. Ξεκρεμάς το τζιν πίσω απτην πόρτα. Έχει απάνω ζώνη. Με τόκα μεγάλη & βαριά. Κρέμεται. Το φέρνεις κοντά για να το βάλεις. Χτυπάς τ' @@ σου. Άουτς
5. Πάλι καλα... τις προάλλες κάποιος φορούσε στη ζώνη τόκα φτιαγμένη από σφαίρες... μα είναι δυνατόν;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:

  1. Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).

    Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.

  2. Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.

    Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
    "Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
    πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."

Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση

"θά'χετε ρέφες"

με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).

Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και κοτζαμάν για περισσότερη έμφαση.
Χρησιμοποιείται αντί της λέξης ολόκληρος.

1) Κοτζάμ γάιδαρος, και φοβάται μια ακρίδα!

2) Άντε τράβα ρε και μίλα της... τι ντρέπεσαι... κοτζάμ μαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παρακαλώ» ή η «παράκληση» στα καλιαρντά. Και «αβέλω μπακαλούμω». Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τουρκικό bakalum που σημαίνει «ας δούμε».

Κύριε Τσίπρα σας αβέλω μπακαλούμω να πρεσάρουμε και να αβέλουμε κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες. (Από το Τουίτερ με επίδραση του σκετς του Χάρρυ Κλυνν «Ένας πούστης να μιλήσει»).

Στο 0.56. (από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτωρ, ο άνθρωπος που είναι κατάλληλος για κάθε είδους επικίνδυνη αποστολή, ο γουίνστον γουλφ.

Η φράση προέρχεται από το γνωστό και αγαπημένο εικονογραφημένο περιοδικό
Μικρός Ήρως.

Στα Τουρκικά δηλώνει τον Έξαπόδω, και φαντάζομαι ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο αείμνηστος Στέλιος Ανεμοδούρας έδωσε το εν λόγω όνομα σε έναν Τούρκο πράκτορα: προφάνουσλυ, ήθελε να καταδείξει πόσο γαμάουα και καυλερός ήταν.

- Και εκεί που την πήδαγα φίλε...
- Ίσα ρε Σεϊτάν Αλαμάν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified