Further tags

Πόσες φορές σας έτυχε να έχετε βγει έξω και να κοιτάτε τον βοηθό σερβιτόρου να παίζει με τον δίσκο και να φαίνεται σαν καραγκιόζης; Και όταν θέλετε να το δείξετε στο φίλο σας για να σπάσετε πλάκα μαζί να σκύβετε το κεφάλι γιατί η πάμπλουτη, πανίσχυρη, μαγική (αν προφέρεται με ιαμβικό μέτρο) και χιλιοτραγουδισμένη ελληνική γλώσσα σας απογοήτευσε μιας και δεν έχει λέξη γι' αυτό, και δεν είσαστε τύπος του «Ψιτ, κοίτα»; Κι όμως! Υπάρχει λέξη!

Ο βοηθός σερβιτόρου για κάποιο λόγο, που αυτή τη στιγμή που διαβάζετε ακόμη ερευνούν, θεωρείται ιδιαίτερα τρέντι και μπάνικη εργασία. Για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια και καταρρεύσει το σύστημα της νυχτερινής διασκέδασης πρέπει να το δείχνουν κιόλας. Οπότε βάζουν τον δίσκο στο δείκτη του «καλού» χεριού (από εδώ το πρώτο συνθετικό) και μιμούνται τον Μάτζικ ή και άλλους μπασκετμπολίστες που γυρνάνε την μπάλα με αυτόν τον τρόπο (το δεύτερο συνθετικό) γυρνώντας τον δίσκο. Την όλη εικόνα συμπληρώνει το απαραίτητο σούφρωμα των φρυδιών του πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, το βλέμμα στο άπειρο και η προσωρινή κώφωση μιας και για να φέρει ένα ποτήρι νερό πρέπει να του το φωνάξεις τουλάχιστον με 120dB.

Πρόκειται για επαγγελματική αργκό και λειτουργεί όπως τα αστέρια στον στρατό, αποτελεί δείγμα προόδου (μαλακία παρομοίωση). Δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των βοηθών αλλά αυτοί χρειάζονται περισσότερη προσοχή πάνω τους, οι σερβιτόρες/οι έχουν ήδη αρκετή. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω»

(Ο φτασμένος βοηθός σερβιτόρου Δημήτρης μιλάει με την πολλά υποσχόμενη Φωτεινή)

Δ: - Και δε μου λες (Φωτεινή σε είπαμε;) πόσο καιρό πιάνεις δίσκο;
Φ: - Θα 'ναι 3 μήνες.
Δ: - Και με πόσα δάχτυλα κρατάς το δίσκο;
Φ: - Με τρία.
Δ: - Τί κλίση έχει η γωνία του αγκώνα;
Φ: - Γύρω στις 110 μοίρες για παρέες των 4ρων ατόμων με 1 κανάτα.
Δ: - Κάνεις δίσκοball;
Φ: - Όχι ακόμη, αλλά το παλεύω.
Δ: - Καλά, έλα να μου μιλήσεις όταν ο Τζόνι σταματήσει να περπατάει.

(από knasos, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ράντγιαρντ Κίπλιγκ, στο Βιβλίο της Ζούγκλας, αναφερόταν στον Μόγλη, που όταν ήταν μωρό, εγκαταλείφθηκε στο δάσος. Εκεί ανατράφηκε από μια οικογένεια λύκων. Ζώντας ο Μόγλης με τα λυκόπουλα στην αγέλη, έμαθε τα μυστικά της ζούγκλας και έμαθε να ακολουθεί το σωστό μονοπάτι. Ο Μπέιτεν Πάουελ, ο ιδρυτής του Προσκοπισμού, διηγήθηκε την ιστορία στα πρώτα Λυκόπουλα (τα μικρά προσκοπόπουλα). Αυτά άρχισαν να παίζουν και να οργανώνονται σύμφωνα με τους κανόνες και τον τρόπο ζωής της αναφερόμενης αγέλης.

Τα Λυκόπουλα, αποτελούν μια παρέα αγοριών και κοριτσιών από 7 έως 11 χρόνων, που μαζεύονται κατά διαστήματα στην Αγέλη για να παίξουν, να τραγουδήσουν, να μαστορέψουν, να συζητήσουν, να κάνουν εκδρομές και να ζήσουν περιπέτειες.

Η ιδιότητα του λυκόπουλου (προσκοπόπουλου), ιδιότητα που αφορά τη νιότη και την ενεργητικότητα, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή που θα χρησιμοποιηθεί εδώ. Εδώ, όταν αναφέρουμε κάποιον /-α ως λυκόπουλο, αναφερόμαστε ειρωνικά σε κάποιον /-α που βρίσκεται σε γεροντάματα, είτε μιλάμε για γρίτζελο, είτε για παππουδέλι. Ο όρος δένει καλύτερα στην περίπτωση ομάδας γερόντων και στην περίπτωση ραμολιμέντων, περιπτώσεις όπου η αντίθεση από τον όρο που αναφέρεται στους νεαρούς προσκόπους, μεγιστοποιείται.

Έξω από ένα μουσείο έχει πήξει ο τόπος από γέρους. - Πω πω λυκόπουλα. Έπηξε ο τόπος από γερουσία.
- Έχει φαίνεται εκδρομή το ΚΑΠΗ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λυκειάρχης.

Και «λύκαινα» στην περίπτωση που η λυκειάρχης είναι γυναίκα.

Έτσι αποκαλούνται από μαθητές κυρίως, στην σχολική αργκό, προφανώς λόγω της ηχητικής συγγένειας των λέξεων.

Από τη σελίδα των schooligans:

«Γεια σας. Σας στέλνουμε από ένα κωλοχώρι της Εύβοιας. Στην αρχή όταν ο λύκος (σ.σ. ο λυκειάρχης) άκουσε ότι μπορεί να κάνουμε κατάληψη ήρθε στην τάξη και μας είπε ότι «η επαρχία δεν κάνει τέτοια». Όταν τελικά είδε ότι η επαρχία κάνει τέτοια, μας είπε ότι έχει βγει εγκύκλιος και ότι «έστω και για μια μέρα κατάληψη οι εκδρομές κόβονται αυτομάτως». Νόμιζε ότι θα μας φοβίσει! Τι να τις κάνουμε τις εκδρομές με τόσο μαλακία σύστημα;»

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.

Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.

Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.

Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.

Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.

Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για τη Νατάσσα Παζαΐτη-Καραμανλή

Όπως η Νατάσσα Αρσένη (ρόλος που υποδύθηκε στην ταινία ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΝΑΤΑΣΣΑ, η Αλίκη Βουγιουκλάκη), δεν ήταν στρατιωτικός, αλλά έγινε τιμητικά για την προσφορά της στην πατρίδα, έτσι και η σύζυγος του πρωθυπουργού, η Νατάσσα Παζαΐτη-Καραμανλή χωρίς να 'ναι στρατιωτικός θεωρείται για κάποιους, πως εφόσον συμβάλλει στην «άψογη εκτέλεση του πολιτειακού έργου» του πρωθυπουργού, είναι σα να προσφέρει στην πατρίδα. Γιαυτό, για κάποιους, η Νατάσσα Καραμανλή, λειτουργεί, ως υπολοχαγός, με τη μεταφορική έννοια ή, μ' άλλα λόγια, χρησιμοποιεί το άγραφο δικαίωμα να ασκεί κάποια επιρροή και να απολαμβάνει κάποια εύνοια. Λέγεται δε πως, πίσω από έναν σημαντικό άνδρα κρύβεται μια σημαντική γυναίκα (το θέμα είναι αν η ρήση αυτή επαληθεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση).

Η Νατάσσα, χάρη στην καπατσοσύνη της, από νηπιαγωγός έγινε γιατρός, πήρε διδακτορικό, εργάζεται ως ειδικευόμενη χειρούργος, είναι ιδρύτρια και εκλεγμένη πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου «Ανέμη», κλπ. Φυσικά… φυσικά υπάρχουν κάποιοι κακοπροαίρετοι που τη λέξη καπατσοσύνη τη δέχονται μεν, αλλά την εννοούν ως εξής: αυτοί λένε πως όσο υπήρξε Νατάσσα Αρσένη, άλλο τόσο η δόκτωρ υπολοχαγός Νατάσσα απέκτησε αξιοκρατικά τους τίτλους της. Το ρητορικό ερώτημα που ανακύπτει, για αυτούς, είναι: υπήρξε η Νατάσα Αρσένη;

Για την ιστορία, ένα άλλο στοιχείο συσχέτισης της ξανθής δόκτορος Υπολοχαγού Νατάσσας με την επίσης ξανθή Νατάσσα Αρσένη, αποτελεί το γεγονός πως η δεύτερη έγινε υπολοχαγός του υγειονομικού σώματος, ενώ η πρώτη είναι γιατρός.

Απο forums

1.

Αναρωτιέμαι τι θα ντύσει τα δίδυμα η υπολοχαγός Νατάσσα για τις απόκριες.
Αν θέλει την συμβουλή μου να τα ντύσει Θέμο και Μάκη γιατί στο φωτομοντάζ που τα είδα στους ομώνυμους ρόλους, πολύ μου άρεσαν.
(βλ.φωτογραφία)
http://anti-sarko18.blogspot.com/2008_03_01_archive.html

2.

Τι ακούω σήμερα!!! Υποκλέπτουν λέει τα τηλεφωνήματα του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και άλλων σημαντικών παραγόντων.
Tι μας λες;;; Συμβαίνουν και τέτοια εν έτη 2006;;;
Όποιος το θεωρεί αυτό νέο είναι πάρα πολύ αφελής. Απο αρχαιοτάτων χρόνων, υπήρχε το επάγγελμα «κατάσκοπος». Τα μέσα ήταν διαφορετικά τότε αλλά ο σκοπός ίδιος. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τι νομίζατε δηλαδή; Πως ο τελευταίος κατάσκοπος ήταν η υπολοχαγός Νατάσσα; (η Βουγιουκλάκη όχι η Παζαϊτη).

http://imerologiokatastromatos.blogspot.com/2006/02/blog-post.html

**ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ**

α)Παρατίθεται και το παρακάτω απόσπασμα από τη wikipedia, απόσπασμα, που εκφράζει παραπλήσιο προβληματισμό με αυτόν που αναπτύσσεται στην γ παράγραφο του ορισμού.

«Οι σπουδές της κυρίας Καραμανλή και οι συνθήκες κάτω από της οποίες απέκτησε το διδακτορικό δίπλωμα στην ιατρική έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα μέσα μαζικής ενημέρωσης καθώς έχει εκφραστεί η άποψη πως η απονομή του διπλώματος δεν έγινε με αξιοκρατικό τρόπο.»

β)Παρατίθεται και το παρακάτω απόσπασμα από το Έθνος που μιλά για τη συνεργασία Ζαχόπουλου - Νατάσας

Ο ίδιος ο Χρήστος Ζαχόπουλος στο βιογραφικό του, που φιλοξενείται στην ηλεκτρονική σελίδα του υπουργείου Πολιτισμού, αυτοπαρουσιάζεται ως σύμβουλος του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή από το 1997 μέχρι σήμερα.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο ήταν που είχε αναλάβει παράλληλα, εργολαβικά, να βοηθήσει πολλαπλώς τη σύζυγο από το 1998 του πρωθυπουργού, Νατάσσα Παζαϊτη - Καραμανλή. Τόσο στις με πολλά ερωτηματικά σπουδές της, όσο και στην οικοδόμηση ενός ελκυστικού προφίλ, που την ήθελε να ασχολείται με θέματα πολιτισμού, μικρών παιδιών και ιδιαίτερα αυτών με ειδικές ανάγκες, περιβάλλοντος κ.λπ.

http://www.ethnos.gr/article.asp;catid=11378&subid=2&tag=8777&pubid=224395

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι το κυριολεκτικό του Dr. Scholl. Αν και εκτιμώ ότι από εκεί βγήκε ο χαρακτηρισμός για γυναίκα που φέρνει προς φρόκαλο, λάικα, γκαραζογκόμενα ή μπουζουκομούνι. Αυτή η ζάμπλουτη γλώσσα που μας χαρίζει απλόχερα χαρακτηρισμούς για το οτιδήποτε, μας δίνει το συγκεκριμένο ιδιαίτερα για την περίπτωση νεόπλουτων γυναικών που την έχουν δει μόνο επώνυμο αξεσουάρ /ρούχο / παπούτσι αλλά είναι μάλλον για go village, ρε....

Κατ' άλλους, τσόκαρο είναι απλά η εκνευριστική γκόμενα, όπως εκνευριστικό είναι και το ηχητικό φόντο του συνώνυμου υποδήματος που φέρνει αναπόφευκτα την ιαχή έτσι να κάνει ο κώλος σου! σ' όσους είναι κοντά.

- Έτσι που λες Μερόπη μου. Μα να μην έχει Prada και Dolce... Τι το κρατάς ανοικτό το ρημάδι τότε κυρά μου; Και τι περιμένεις να πάρει ο κόσμος δηλαδή;
- (ναι, είχες και στο χωριό σου Πράντα και σου 'λειψε, τσόκαρο...)
- Τι είπες Μερόπη μου;
- Λέω: Πώς δε σου είπε να πάρεις κανένα τσόκαρο...
- Αααα...

Το κυριολεκτικό για να μη θίξω υπολήψεις. Παρακαλούνται οι συνήθεις ύποπτοι μιντιάδες να το κάνουν αντ\' εμού;) (από acg, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γομαράς, το ντερέκι, ο γεροδεμένος από φυσικού του ή από τη δουλειά. Όχι δηλαδή ο σφίχτερμαν και σίγουρα όχι ο μπρατσορακέτας, αλλά ο παιδαράς. Λέγεται στη Δ. Κρήτη και κυριολεκτικά είναι το πέτρινο πεζούλι (η λέξη έχει τούρκικη προέλευση - beden = έπαλξη, πολεμίστρα). Λέγεται και ειρωνικά για τύπους που τους κάνεις φου και πάνε 4 μέτρα πιο κάτω.

  1. - Έλα ρε Γιώργη κάτσε ε να πιεις έναν καφέ....
    - Κοπέλια άλλη φορά, πρέπει να πάω με τον φαταούλα ν' αδειάσω έναν βόθρο, και μετά έχω να φορτώσω ελιές...
    - Α ρε Γιώργη, μπεντένι (ακολουθεί φιλική καρατιά στην πλάτη, ο Γιώργης δεν παίρνει χαμπάρι).

  2. - Γεια σου ρε Στελάκη μπεντένι (χτύπημα στην πλάτη)... εε πού πας κάτσε να τα πούμε... είσαι όμως πολύ μπεντένι ρε Στελάκη, κρέας δεν έχεις απάνω σου.

(από xalikoutis, 31/10/08)Έκανα Google Pics την λέξη Beden και να το μου έβγαλε... (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified