Further tags

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.

  1. Γιατί ντύθηκε πιγκουΐνος πασχαλιάτικο ο Λιάγκας? (Από γκοσιπάδικο).
  2. Καλό είναι να ντυθείς κυριλέ για την περίσταση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να σκάσεις μύτη πιγκουίνος.

Ντεκαφεϊνέ: Ο Βαρουφάκης πιγκουίνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η εβδομάδα που, το λέει κι η λέξη, έχει επτά ημέρες, jours στα γαλλικά.

Που να βουέλετε την πούλη σας σε γύψο και να μην κουλάρετε για μια επταζουρνού, μωρή πουροκληροχαρτού. (Καλιαρντοκατάρες στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως το βάρδουλο είναι "δερμάτινη λουρίδα των υποδημάτων πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα". Σλανγκικώς τα μουνοβάρδουλα είναι το αιδοίο. Συνήθως σε φράσεις όπου κάποιος απειλεί να σχίσει ή να γαμήσει τα μουνοβάρδουλα κάποιας/ου, δηλαδή είτε να γαμήσει κυριολεκτικά με βία και ένταση, είτε, συχνότερα, να γαμήσει μεταφορικά, δηλαδή να χαλάσει/ διαλύσει κάποιον.

  1. Πρωτο μαθημα αρχαια και παμε να τους ξεσκισουμε τα μουνοβαρδουλα. (Εδώ).
  2. εγω θα σου σκισω τα μουνοβαρδουλα. (Απειλή στο Μπου).
  3. Κανονιστε να εχει παθει τιποτα ο ναος θα σας γαμησω τα μουνοβαρδουλα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά του 19ου αιώνα για τα λεφτά και δη τη δωροδοκία. Διασώζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οι Χαλασοχώρηδες και αναλύεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου σχετικά με το όλο πολιτικό σύστημα της εποχής στοιχεία του οποίου διασώζονται ακόμη και σήμερα. Παραπέμπω, λοιπόν, στο εν λόγω σημείωμα για ανάλυση. Στα παραθέματα πιο κάτω φαίνονται κι άλλες κωδικές ονομασίες της εποχής για τα λεφτά και τη δωροδοκία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σλανγκιάρικα (οΘντκ) διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

  1. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη “κουκουλόσπορο”. Ο “βαμβακόσπορος”, τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας.
  2. «Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;… που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Επίσης, για να έρθουμε και στην εποχή μας, αποτελεί γείωση, όταν ο άλλος αρνείται κάτι λέγοντας "μπα", οπότε του τη λέμε οργισμένοι, ή όταν ένα παιδί ζητάει επιμόνως "μπαμπά, μπαμπά" και μας εκνευρίζει. Και τα δύο είναι μπαμπαδισμοί, το δεύτερο και με την απολύτως στενή έννοια. Επίσης: μπαμπάκια, μπαμπακόπιτα.

  1. Μπα… μπα… μπαμπακόσπορος. Έτσι είσαι; Κι εγώ θα κάνω κάτι που αποκλείεται να έχεις βαρεθεί, αποκλείεται να τό 'χεις συνηθίσει ή μπουχτίσει. (Εδώ).
  2. mpampa pou ine o mpampas, thelo ton mpampa' pou mpampakosporos na soyrthi sto kefali eeeee (Parent's café).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει σουβλάκια, το λέει κι η λέξη. Καθ' εαυτό το να τρως σουβλάκια 'ν'ν' κακό..., μόνο κάπως παχυντικό και ανθυγιεινό. Η έκφραση, όμως, χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για να χαρακτηρίσει τον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα. Η σουβλακοφαγία θεωρείται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού κι έτσι όταν θέλουμε να αυτοβριστούμε ή να αποδεχθούμε στερεοτυπικές βρισιές άλλων για εμάς, θα αναφερθούμε σε έναν Έλληνα σουβλακοφάγο, φραπέλληνα / φραπεδέλληνα, τσιφτετέλληνα κ.τ.ό. Ο σουβλακοφάγος είναι, λοιπόν, ο Ελληνάρας, που, όπως ορίζεται προσφυώς από σύσσλανγκο, έχει «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν». Βρωμάει αντρίλα, αρχιδίλα, ματσίλα που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα. Όπως, όμως, και ο Lumberjack των Monty Python μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (όντας όντως σουβλακοφάγος).

Λιτός βίος

  1. Μένει να ξαναγίνουμε ο κατά Σάξονα τεμπέλης, φωνακλάς, καλοπερασάκιας, σουβλακοφάγος, τριχωτός και μικροτσούτσουνος λαός. (Από μπλογκ).
  2. Φραπεδέλληνας ο σουβλακοφάγος. O πρωτος ειναι προφανες οτι ειναι Δημόσιος Υπάλληλος που τιμησε με την ψηφο του το ΠΑ__Κ και αυτο τον τιμησε διοριζοντας και την υπολοιπη οικογενεια… Ο καγκουρο50αρης που μπηκε μετα, τον κοβω να ειναι αγροτης του καφενειου και του κωλόμπαρου, τίγκα στις μαϊμού επιδοτησεις… Ο παπουλης, δεν ψηφισε τον «αλλο». Βενιζελο ψηφισε… Αλτσχάιμερ πρωιμης μορφης… Ο αλλος ειναι 71 χρονων δεν είναι «χτεσινός», αλλα οι χτεσινοι φταινε για ολα… Ο κλασικός ο κύριος ο Έλληνας… Η χοντρη κυριουλα με τα γυαλια, μαζευει ευρουλακια χωρις αποδειξη. Κλασσικη κυριουλα της κατουρημένης ποδιάς, για τα τεκνα της ρε γαμώτο… Ο επομενος γυαλάκιας ο κλασσικος καφενοβιος που τα ξερει ολα, γιατι ειναι γεννημενος το 40’… Ζουν ανάμεσά μας… Αν υποψιαστω οτι ειναι και πλειοψηφια, μαζι με τους αλλους του Αντωνακη, ψαχνω για διαβατηριο…. (Εθνικός αυτοφαυλισμός εδώ).
  3. Καθε σουβλακοφαγος χρυσαυγουλα θα ποθησει και θα φορεσει αυτα τα εσωρουχα . ειδικα αν βγουν και σε παραλλαγη θα γινουν αναρπαστα. (Γυναικεία εσώρουχα για άντρες).

Η λέξη ασφαλώς μπορεί να σημάνει απλώς κάποιον που του αρέσουν τα σουβλάκια χωρίς άλλη κονοτέησιο.

Είσαι τίμιος σουβλακοφάγος γιατί αν και το τρως μπασταρδεμένο, έχεις απλά αποδεχθεί την μετεξέλιξη του σουβλακιού. (Τι άνδρας είσαι ανάλογα με το τι σουβλάκι τρως).

Και βεβαίως αποτελεί το παρατσούκλι ειδικά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (ανηψιού) στον οποίο αναφέρονται και τα περισσότερα αποτελέσματα του γούγλη. Ως πολιτικό παρατσούκλι βγάζει χάρη στο -φαγος, κάτι το ένδοξο εθνικιστικό, όπως λέμε Τουρκοφάγος, Βουλγαροκτόνος κ.τ.ό., μόνο που ο εν λόγω καθαρίζει απλώς σουβλάκια.

  1. Το Χριστοφοράκο τον φυγάδεψε η ντορα και ο σουβλακοφαγος.....δε μπορεί να το ξεχάσες ούτε να μη το πρόσεξες. (Εδώ).
  2. Δηλαδη ο "σουβλακοφαγος" δεν εφταιξε, ο Παυλόπουλος με τις προσληψεις δεν εφταιξε? Τελος παντων, κάθε λαος αξιζει τους "αρχοντες" του! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός κυρίως για τη νήσο Μύκονο, τζιναβονήσι στα καλιαρντά, που είναι φιλική προς τους γκέι.

  1. Πάντα έχει απόκριες το αδερφονήσι.. Και πάντα το τιμούν καρνάβαλοι με την παρουσία τους εκεί κυρίως τα καλοκαίρια!. (Εδώ).
  2. Βούλιαξε η Μύκονος το Δεκαπεντάυγουστο! Δες φωτογραφίες - Το νησί των ανέμων αποτελεί σταθερό καλοκαιρινό προορισμό. Σχόλιο: eleos me to aderfonisi......ginate san to star. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Το πλησιέστερο λιμάνι που θα μπορούσαν να κατασκηνώσουν μέχρι να ετοιμαστούν για την μεγάλη απόβαση στο αδερφονήσι της Μυκόνου, όπου σημειωτέον, θα περνούσαν το μήνα του μέλιτος ο Τζόκερ με τον Μπάτμαν. (Εδώ).

Γενικότερα και για άλλα νησιά που προσελκύουν γκέι.

Περιμένετε να δείτε τη δική μου εκπομπή που θα βγει σύντομα στην τηλεόραση και θα κάνει αναδρομή στην ιστορία της Σπιναλόγκα. Ξεκίνημα από την εποχή που ακόμα φορούσαν οι μπόχαλοι προβιές,μέχρι σήμερα που εξελίχτηκε σε αδερφονήσι και τα τρενάκια του Κερμεντέ είναι τα πιο φημισμένα στη Gay κοινότητα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία νησιού που είναι φιλικό και απευθύνεται σε φοιτητές προς πελατεία του. Ενδείκνυται, δηλαδή, για ξεφάντωμα, για όσους θέλουν να επεκτείνουν την εξπήριανς της πενταήμερης της Γ΄ Λυκείου, και δεν είναι τόσο ακριβό όσο τα πιο γκλαμουράτα νησιά, ώστε να μπορεί να το αντέξει η τσέπη ενός φοιτητάμπουρα. Το απόλυτο φοιτητονήσι είναι η Ίος. Επίσης και η Πάρος.

Πολλές φορές βέβαια η κατηγοριοποίηση ενός νησιού ως φοιτητονησιού γίνεται με δαρβινικό τρόπο. Αν ένα νησί δεν έχει να επιδείξει τις απίστευτα ιδιαίτερες φυσικές καλλονές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, ή δεν απευθύνεται σε ένα πολύ ειδικό κοινό (αδερφονήσια, τρεντονήσια, ερ-emo-νήσια, αριστερονήσια, αναρχονήσια, κνιτονήσια, ζευγαρονήσια) ή εθνικότητα ξένων τουριστών, τότε για να είναι ανταγωνιστικό διαφημίζει ότι έχει τρελή νυχτερινή ζωή και προσιτές τιμές ώστε να προσελκύσει το φοιτηταριάτο. Στα φοιτητονήσια ξυπνάς το πρωί στις 14.00, τρως πρωινό στις 15.00, πηγαίνεις για πρωινό μπάνιο στις 16.00, τρως μεσημεριανό στις 20.00, κάνεις σιέστα στις 21.00, φτιάχνεσαι στις 23.00, βγαίνεις στις 0.00, τρως βραδινό στις 5.00 και κοιμάσαι για βράδυ στις 8.00. Όταν γυρνάς στην πόλη έχεις πάθει κάτι σαν jet-lag από την αλλαγή ώρας. Στα φοιτητονήσια επίσης ευδοκιμούν αγέλες από μπακούρια, αλλά και μουνόκαμποι από παστάκια.

  1. Δε ξέρω πως ήταν στο φοιτητονήσι αλλά εδώ καφές=6ευρω..! (Εδώ).
  2. Η Ίος έχει αναδειχθεί τελευταία το πιο hot φοιτητονήσι! Ό,τι αναζητάς βρίσκεται εκεί: Κλάμπινγκ; Ναι! Παραλίες με γκομενάκια; Ναι! (Εδώ).
  3. Τωρα για Παρο δεν εχω προσωπικες εμπειριες αλλα απο φιλους που εχουν παει ξερω οτι ειναι κλασικο φοιτητονησι για ξεφαντωμα. (Εδώ).
  4. Πιστευω πως αν το ψαξεις παντου βρισκεις αυτα που θες στις τιμες που αντεχεις.. φοιτητονησι και η ιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδεδομένη βρισιά γενικού χαρακτήρα.

Η κύρια, η ας πούμε πιο κυριολεκτική, σημασία της αναφέρεται σε έναν παθητικό ομοφυλόφιλο που γαμιέται.

Γαμιόλη! Όταν σου λέω να έρχεσαι θα τσακίζεσαι! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΞΕΚΩΛΙΑΡΗ; Θα έρχεσαι αμέσως γιατί αυτό σημαίνει ότι θέλω τις τρύπες σου για να ξεκαυλώσω. (Από το Gay world).

Στο σημείο αυτό, ψάχνοντας για παράδειγμα έπαθα ινσέψιο, καθώς άγνωστός μου μπλογοτέχνης αφιέρωσε μπλογοτέχνημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Μπομπ ο Γαμιόλης" σε αυτόν που θα ήταν τόσο καμένος, ώστε να ψάξει τη λέξη γαμιόλης στο γούγλε. Εκ μέρους της καμενιάς μου, αλλά και της καμενιάς όλων των Σλάνγκων Δράκων που ψάχνουμε στον γούγλη παρόμοιες λέξεις, δέχομαι την αφιέρωση και παραθέτω απόσπασμα του κειμένου. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο Μπομπ Σφουγγαράκης είναι τελειωμένη λουγκρίτσα, αλλά δεν ξέρουμε και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που μας αποκαλύπτει το κείμενο.

Μπομπ ο γαμιόλης [...] Ο Υπερόπτικ κάνει αυτό το ποστ για να ποτίσει με φόρο τιμής αυτόν τον άνθρωπο που στο γκούκλε πάτησε «μπομπ ο γαμιόλης» και μπήκε εδώ. Γι’αυτόν τον υπεργκούγκλερ ο Υπερόπτικ θα γράψει ΤΩΡΑ ποστ με θέμα το μπομπ το γαμιόλη, θα αναλύσει υπεροπτικά και δίχως έλεος πόσο γαμιόλης είναι ο μπομπ, πόσο τον παίρνει από κάθε τρύπα και γουστάρει, πόσο ποταπός τελειωμένος και ξεκατινιασμένος μπορεί να είναι ο Μπομπ, πόσο ξεφτιλισμένη λούγκρα τον θεωρούν όλοι στη γειτονιά. Ο Μπομπ είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα και αυτό είναι καιρός να το μάθουμε όλοι. Είχες δίκιο φίλε γκούγκλερ που το έψαξες λίγο παραπάνω. Και ιδού τα στοιχεία: Σήμερα δευτέρα, 8:36 το πρωί, ο Μπομπ εθεάθη να τον κολατσίζει από τρία άτομα αγνώστου ταυτότητας στο πάρκινγκ πίσω από τους κάδους της ανακύκλωσης. Ο Πάτρικ ήταν δίπλα και τράβαγε βίντεο που μετά το ανέβασε στο γιουπόρν ρήαλ τάιμ. [...] Στη διαδρομή μετά ο Μπομπ έβαλε τρικλοποδιά σε τρεις γριούλες που προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι, έκλασε στα μούτρα του τυφλού εφημεριδοπώλη, ζωγράφισε πουτσάκια σε τρία στοπ και κατούρησε τα παρτέρια της πλατείας. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι ο μπομπ. (Εδώ).

Συνεχίζοντας το καμένο γούγλισμα πέφτω σε φιλοσοφικό κείμενο περί πουστιάς και επανάστασης που μας εξηγεί πώς ο όρος γαμιόλης αποκτά μια μεταφορική διάσταση για να χαρακτηρίσει άτομο ποταπό, μπαμπέσικο, ύπουλο.

Όποιος μας τη φέρνει, όποιος μας κάνει πουστιά, χαρακτηρίζεται καριόλης, γαμιόλης, πούστης. (Περισσότερα εδώ).

Πρόκειται, επομένως, για μια γενικότατη βρισιά.

  1. "Κάψου γαμιόλη μπάτσε!". [...] Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι το «κάψου γαμιόλη», που ακούστηκε στο ρεπορτάζ του CNN από κάποιον ψυχανώμαλο συνάνθρωπό μας, την ώρα που η μολότοφ έσκαγε πάνω στο πρόσωπο του πεσμένου αστυνομικού της ομάδας «Δίας», εκφράζει όλους αυτούς τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο και διαδηλώνουν. Σε καμία περίπτωση. (Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, εδώ).
  2. Ποιος γαμιόλης από το περιβάλλον του Σαμαρά (σωματοφύλακας ή σύμβουλος του Μαξίμου) έχει το δικαίωμα να βγάζει προς τα έξω τόσο προσωπικές πληροφορίες και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει; (Εδώ)

Στη συνέχεια του γουγλίσματος τρώω δεύτερη ινσέψιο, όταν βλέπω πως το λήμμα γαμιόλης φέρεται να υπάρχει σε αυτοματοποιημένα ηλεκτρονικά λεξικά ολοκληρωτικών δυστοπιών του μέλλοντος, ενώ δεν το είχε ακόμη το σλανγκρ! (ξεφτίλα).

Ο ΡομποΒό έβγαλε έναν απλό αρμονικό στα 1440 Hz και εγκαταλείποντας οριστικά τον έμμετρο λόγο, πρόσθεσε:

-Γαμάς. Δεύτερο πρόσωπο, ενικός αριθμός του ρήματος 'γαμώ'. Παραβίαση του άρθρου 6.842 παράγραφος 312 της Επαναστατικής Νομοθεσίας για την εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας".

-Να πας να με καταγγείλεις ρε γαμιόλη! του φώναξε από το μπανιο ο Eπιθεωρητής.

-Γαμιόλης. Ονομαστική πτώση, ενικός αριθμός, του επιθέτου 'γαμιόλης, γαμιόλα'. Παραβίαση του άρθρου... Αλλά ο επιθεωρητής είχε ήδη μπει κάτω από το ντουζ. (εδώ)

Τέλος ως γαμιόλης σημαίνεται ενίοτε ο γαμιάς, ο γαμίκος και όχι ο γαμημένος. Πιθανή εξήγηση είναι ότι μπορεί το γαμώ εν προκειμένω να εννοείται με μια γενική σημασία συνουσιάζομαι, όπως στην έκφραση ποιον πρέπει να γαμήσω ή στο αγγλικάνικο fuck. Ή έχουμε το γλωσσικό φαινόμενο που θα ονόμαζα επιστημονικώς σλανγκική αλλαξοκωλιά, όταν δηλαδή ο γαμών λαμβάνει τις ονομασίες του γαμουμένου δίκην πούστη άντρα, επειδή ας πούμε είναι τυχερός που γαμάει, είναι κερατάς ή πούστης με την έννοια θαυμασμού, οπότε εν ολίγοις αποδίδουμε στον γαμούντα ονόματα του γαμουμένου για να δηλώσουμε λ.χ. την κωλοφαρδία του που γαμάει μια θεσπέσια μουνάρα, ή τον θαυμασμό μαζί με φθόνο που έχουμε για αυτόν, ή ότι πονάει τον γαμούμενο πάνω στο γαμήσι φερόμενος πούστικα και χωρίς μπέσα κ.ο.κ. Για σχετικό προβληματισμό, βλ. του πούστη. Δεν είναι πάντως σπάνιο ή παράξενο πάνω στα γαμησιάτικα μπινελίκια η γαμουμένη να φωνάζει ιαχές τ. "γάμησέ με ρε πούστη", "ξέσκισε με ρε γαμιόλη" κ.τ.ό.

  1. Τυχερός γαμιόλης γαμάει δύο υπέροχα καυλιάρικα μουνάκια. (Από πορνοσελίδα).
  2. eiste oi kaloiteroi gamo thn poutsa sou gamioli! (Από το sirina.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified