Είναι η λύση, η θεραπεία.
Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
- Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.
- Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.
- Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.
Είναι η λύση, η θεραπεία.
Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
- Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.
- Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.
- Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.
Got a better definition? Add it!
Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.
Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.
Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.
Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.
Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.
Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.
- Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
- Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.
Από εδώ:
Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.
μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.
το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.
Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.
- Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
- Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!
«χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
(παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)
Got a better definition? Add it!
Φράση ακουσμένη από την γιαγιά μου. Αντίστοιχο του «Βιολί βιολάκι». Επίσης χρησιμοποιείται και για κάποιον που θα κάνει αυτό που θέλει ακόμα και αν ξέρει ότι δεν είναι καλό.
- Εγώ του είπα ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι για αυτόνα και αυτός την παντρεύτηκε... Ορτουλούμ ορτουλούμ...
Got a better definition? Add it!
Ο χοντροκομμένος πατσάς.
Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.
Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.
Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.
Got a better definition? Add it!
Φράση ειρωνική, προς ένδειξη ψευτομαγκιάς. Συνοδεύεται με την βοηθητική φράση «Ποιος είσαι ρε φίλε, ο Εζέλ είσαι;» Εμπνευσμένο από την εν λόγω τούρκικη σειρά.
-Και μετά ήρθαν 5 άτομα, αλλά κλάιν, τους πλάκωσα...
-Σώπα ρε, ποιος είσαι; ο Εζέλ είσαι ;
Got a better definition? Add it!
Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...
Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το τουρκικό σουλούχ που σημαίνει αναπνοή και σήμαινε κάποιον που είχε πρόβλημα αναπνοής, κάτι σαν ασθματικός δηλαδή. Οι τούρκοι που το είχαν σύστημα να αποκαλούν κάποιον με το κουσούρι του (κιοσές, τοπάλ, κουλαξίζ κλπ) το χρησιμοποιούσαν και σαν επίθετο.
Μια ανηφόρα ανέβηκε το άλογό σου και άκου το πως αναπνέει. Δεν το παίρνω είναι σουλουγάνικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.
Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».
Got a better definition? Add it!
Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.
- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!
- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...
Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.
Got a better definition? Add it!