Further tags

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.

- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.

Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ερωτική πράξη
  2. Εκείνο το κόκκινο γλυφιτζούρι με σχήμα κοκοράκι.
  1. Αυτηνής της αρέσει το κικιρίκι και του δίνει και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο στο έδαφος από γλίστρημα ή παραπάτημα. Η έκφραση ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες 80 και 90, αλλά έχει αντικατασταθεί. Ετυμολογικά δεν υπάρχει γνωστή εξήγηση, αλλά περιέργως αποτυπώνει μάλλον εύστοχα την ατυχή εξέλιξη για τον παθόντα. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα τρώω και ενίοτε με το ρήμα παίρνω.

Έφαγε έναν μπίστο ο Φώντας, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.

  1. - Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
    - Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...

  2. - Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
    - Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...

"Αγαπιτέ ΤΙΜ, θα ήθελα να κάνω διακουπί συμβούλιο (μτφ. συμβόλαιο), διώτη έχω κάνι άλλι σύνδεση ΤΙΜ. Σας ευχαριστό." (από Galadriel, 01/03/09)

Βλ. και παντόφλα, -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified