Further tags

Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.

Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.

- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).

- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)

Ξόανο Ξόανο αλλα με κάτι @ρχιδι@ να!! (από perkins, 05/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κόπρανα του αιθέριου και μυθικού όντος της νεράιδας, σπάνια μεν, αλλά ανάλογα δε με τον κατά τόπο πληθυσμό των, χαρακτηριστικό εχόντων την φοβερή μεταστροφή της διαθέσεως του ακουσίως πατήσαντος αυτά. Ως γνωστόν η επαφή και θέα της νεράιδος προκαλεί πληθώρα έντονων και παράλογων εκδηλώσεων στους ανυποψίαστους κοινούς θνητούς («του κόπηκε η μιλιά», «του πήρε τα μυαλά» και άλλα πολλά). Δεν θα μπορούσε να μην συμβαίνει το ίδιο με τα περιττώματά της, τα οποία -μην παύοντας να είναι σκατά- έχουν έναν λόγο παραπάνω να προκαλούν αφόρητο εκνευρισμό.

- Ξέρεις, δεν θα ρθω τελικά. Δεν γουστάρω να δω κανέναν.
- Καλά τι έπαθες; Εσύ δεν μου λεγες το μεσημέρι καλή φάση να βρεθούμε όλοι μαζί...; Νεραϊδόσκατα πάτησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζοζέν ήταν κάτι τρόλεϊ που κάναν δρομολόγιο Κολιάτσου - Παγκράτι στην δεκαετία του 50 και για καύσιμο χρησιμοποιούσαν φιάλες υγραερίου.

Παραληρηματικά, γκαζοζέν, σύμφωνα με το νέο αλεφάντειο θεώρημα, είναι ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, κατά τα άλλα εξέχων βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του βάζελου, ο οποίος γυρνάει άσκοπα δεξιά αριστερά στο γήπεδο αγκομαχώντας σαν το παλιό υγραεριοκίνητο τρόλεϊ.

- ... στο κέντρο έπρεπε να παίξει ο Ζιλμπέρτος και όχι σέντερ μπακ που τον έβαλε ο Νιόπλιας, και τον εξέθεσε μου θύμιζε γκαζοζέν! Σαν τα λεωφορεία στην Κατοχή, που είχαν πίσω κάτι μπουκάλες με υγραέριο, ανέβαιναν τους δρόμους και αγκομαχούσαν! Δεν μπορούσε να στρίψει ο κακομοίρης ο Ζιλμπέρτος...

(από polemarxos90, 06/10/10)For Italians Adequate Technology= FIAT (από anchelito, 07/10/10)

Ο κυριολεκτικός αυτός ορισμός του χρήστη δεν είναι σωστός, συμπληρώνεται όμως ορθά από τον χρήστη anchelito σε σχόλιο κάτω από το λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεξικάνικο έδεσμα γουακαμόλε (μεσογειοποιημένη παραλλαγή: αβοκάντο, φουλ σκόρδο, ντομάτα, ελαιόλαδο, αλατοπίπερο, όλα νιανιά), ιδανικό για ντιπ ή για παρέα σε άλλο έδεσμα (πχ. κοτόπουλο) ή για ορεκτικόνε.

Σλανγκιά των ογδόνταζ, εποχή κατά την οποία πρωτοεμφανίστηκε το γουακαμόλι στο ελλάντα. Τότε όμως ακόμα προηγούνταν το σλανγκίζειν της απόλαυσης όποιας νέας γεύσης.

Πέραν της ηχητικής ομοιότητας με τον γαμιόλη ή την κατάληξη - όλι γενικά, η σλανγκιά παρέμεινε σε επίπεδο λειψού λογοπαιγνίου, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου και πάντως μη διαχρονικού. Έτσι λοιπόν εξέλιπε σχεδόν εντελώς τελείως.

Η υποφαινομένη έχει την εντύπωσις ότι το πρωτοέφερε εδώτο μπαρ-εστιατόριο Μετς (μην το ψάξετε, έχει κλείσει προ Κρίσης).

- Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;
- Μάλιστα, φέρτε μας ένα ριζότο με γαρίδες και σαφράν, ένα σουφλέ μελιτζάνας και μία αραβική πίτα με κοτόπουλο και σως γουαγαμιόλι...
- Εεεχμμ, μμμάλιστα...
- ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ! Πάψε να λες κάθε φορά την ίδια μαλακία! Πάλι ρεζίλι μας έκανες!
(ο μπαμπάς παρεξηγημένος:) - Στα χρόνια μου το λέγαμε και γελάγαμε και έτσι μου αρέσει να το λέω.

Εγινε η μάχη στα Γαυγάμηλα, οταν είπα στο σεφ γουάϊ γαμιόλη (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αρχίζει να περπατά το παιδί, η μάνα κάνει περπατόπιτες. Μία ολόκληρη πηγαίνει στην νονά και επίσης από μία ολόκληρη πηγαίνει στις γιαγιάδες του παιδιού. Η νονά είναι υποχρεωμένη να πάρει τα πρώτα παπούτσια στο παιδί, ενώ η γιαγιά και ο παππούς δίνουν ένα δώρο στο παιδί, όπως επίσης του δίνουν και κέρματα, με τα οποία του εύχονται «σιδερένια πουδαρούδια».

Τις υπόλοιπες πίτες που κάνει η μητέρα τις κόβει σε κομμάτια και τις μοιράζει σε συγγενείς και φίλους επάνω σε ένα δίσκο. Ο καθένας για να πάρει το κομμάτι του πρέπει να τρέξει, για να τρέχει και το παιδί και όλοι δίνουν του κέρματα και του εύχονται «σιδερένια ποδαρούδια».

Στη συνέχεια βάζουν πάνω σε ένα τραπέζι διάφορα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν επαγγέλματα π.χ. χτένα = κομμώτρια, λεφτά = πλούσιος, λαχανικά = κηπουρός κ.α., κάνουν τρεις φορές το σταυρό στην πίτα και η μάνα, κρατώντας το χέρι του παιδιού, κρατάει το μαχαίρι και σταυρώνει τρεις φορές την πίτα.

Μετά την κόβει σε κομματάκια και όλοι περιμένουν να δουν τι θα πάρει το παιδί στα χέρια του. Πιστεύουν ότι το αντικείμενο που θα πάρει από το τραπέζι θα είναι το επάγγελμά του. Αυτό το έθιμο διατηρείται και σήμερα σε πολλές οικογένειες.

Σημ.: ο ορισμός μεταφέρθηκε αυτούσιος από το http://rizia.tripod.com/ethima3.htm.

- Κοπιάστε γειτόνοι και σας έκανα μια ωραία περπατόπιτα για τη μπέμπα.
- Να σας ζήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο σαβουριάζει τον αγλέουρα η κυρα κατίγκω η Φοφώ και έχει κάνει ένα ποπό... σαν πλατεία...

Τώρα κάνει δίαιτα... Κάνει βοδιλάιν.

Τη βλέπεις τη μουντρούχα τη χοντρή, λέει ότι κάνει βοδιλάιν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να σκορπάς σκόπιμα. Ο όρος είναι γνωστός για τα χαρτάκια στο γήπεδο, που πετάνε οι φίλαθλοι συνήθως με την είσοδο των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο. Παρόλ' αυτά χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε αντιπροσωπεύει τη λέξη «σκορπάω».

Σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται αντί του όρου λίμπα, περιγράφοντας περισσότερο την κατάσταση μετά την ενέργεια.

  1. Περάσανε και τα πιτσιρίκα νωρίτερα και μοιράσανε χαρτάκια για το γιάχμα.

  2. Έσκασε χθες ο Γιώργος στα μπουζούκια και έκανε γιάχμα τρία χιλιάρικα.

  3. Κάνανε ντου στο μαγαζί και τα κάναν όλα γιάχμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified