Further tags

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το νυφοπάζαρο και μπορεί να δηλώσει πολλές περιπτώσεις όπου εκτίθενται γαμπροί για σχέση, όπως λ.χ. μέρη με ψωλαρίες, όπου συχνάζουν γαμπροί και κλαρινογαμπροί, καθώς λ.χ. οι παραλίες των πόλεων, διαδικτυακά σάιτ γνωριμιών, εκπομπές τ. «Χρυσό Κουφέτο», μέρη όπου υπάρχουν πολύ περισσότεροι άντρες από ό,τι γυναίκες τ. χιονάτη κ.ά.

1. Γαμπροπαζαρο μαλλον πρεπει να το πεις…..:P Δεν το λεω γι’αυτο….το λεω γιατι ειναι ολα τα καλα παιδια μαζεμενα και δε θα ξερεις με ποιον να πρωτοκανεις παρεα….:p

2. Και απο την αλλη σε νυφοπαζαρο ειμαστε η Γαμπροπαζαρο απο την αλλη το να εχω 6-7-8 επιλογες ειναι απολυτα φυσιολογικον.

3. Να ερθετε ολοι χτενισμενοι και με κουστουμια!Θα εχουμε γαμπροπαζαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα.

  1. - Τι κάνει έτσι;
    - Α τίποτα, μια κουκουμάτσα είναι.

  2. Μη βγαίνεις έξω αργά το βράδυ, θα σε φάει η κουκουμάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «αριθμός», όπως προφέρεται από ανθρώπους άνω των 60 ετών.

Υπάλληλος ΙΚΑ: - Σας ξαναλέω κυρία μου... πρέπει να επιστρέψετε το 20% του επιδόματος, άρα 52,77 ευρώ. Understando;;;

Γρια: - Πέμου το πάλι μάτια μου, δεν ήμανε καλή στην αρθιμιτική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.

Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.

  1. Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)

  2. Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)

  3. Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο, η ευκοίλια.

Τον πήγε μπριόλα και δε πρόλαβε να κατεβάσει ούτε τα παντελόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό δάκτυλο του δεξιού χεριού.

Άτσα, νυχάκι στο ανθυποκωλοδάκτυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified