Θηλ. μπαχαλάκισσα
Αυτός ή αυτή που συμμετέχει σε επεισόδια, που προκαλεί καταστροφές κατά τη διάρκεια μιας πορείας.
Μην τον βλέπεις έτσι αυτόν. Είναι μπαχαλάκης.
Θηλ. μπαχαλάκισσα
Αυτός ή αυτή που συμμετέχει σε επεισόδια, που προκαλεί καταστροφές κατά τη διάρκεια μιας πορείας.
Μην τον βλέπεις έτσι αυτόν. Είναι μπαχαλάκης.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.
-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;
Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Στρατιωτική λέξη.
Τρόπος επικόλλησης με τη χρήση λιωμένου λαστιχένιου κορδονιού της στρατιωτικής αρβύλας, το οποίο έχει κολλητικές ιδιότητες. Συνήθως είναι για την επικόλληση σημάτων πάνω στη στολή απο τους φαντάρους που δεν ξέρουν ράψιμο αλλά βρίσκει και άλλες εφαρμογές (μπαλώματα κλπ).
Χρήση
Μειονεκτήματα:
- Ρε παιδιά πώς να ράψω το λοχιόσημο στη στολή;
- Κάτσε να σου δείξω πώς να κάνεις αρβυλοκόλληση.
Got a better definition? Add it!
Είναι το PlayStation σε συντομία.
Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;
Βλ. και προ, PRO, PES.
Got a better definition? Add it!
Ή αποκατάστα, μια κατάσταση που δεν είναι καλή.
Χάλια το πάρτυ, αποκατάστα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Το «φτιαγμένο» (συνήθως) ΙΧ που έχει κίτρινο χρώμα.
- Ο Γιάννης πήρε καινούριο αμάξι;
- Ναι, πήρε ένα ΤΑΧΙ.
Got a better definition? Add it!
Ημέρα που βγαίνουν όλες οι άσχημες γκόμενες (βλ. σαύρα).
Πάλι Σάββρατο βγήκαμε!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!
Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified