Further tags

Ως Flockerface ορίζεται ο άνδρας, του οποίου το κεφάλι κατά τον αυνανισμό (ή το παίξιμο του πέους του από κάποια γυναίκα) βρίσκεται εντός της ακτίνας δράσης μαλακίας, με αποτέλεσμα τα σπέρματα να εκτοξευθούν στο απροστάτευτο πρόσωπό του.

Ο φλοκοπόταμος θεωρείται ότι επιδεινώνει το συγκεκριμένο φαινόμενο.

Ο Flockerface συνήθως δε λέει σε κανέναν για την εμπειρία του υπό τον φόβο μη γίνει περίγελος στους φίλους του.

-Καλά ρε μαλάκα, πόσο καιρό είχες να τραβήξεις;
-Γάμησέ τα, είχαμε αγαμίες τον τελευταίο καιρό...
-Και έχυσες το πρόσωπό σου ρε flockerface; Ντροπή του αντρικού πληθυσμού! Απεόφοβε!
-Μην το πεις στα παιδιά όμως ρε μαλάκα, στο λέω εμπιστευτικά...

Κάνει και πρώτης τάξεως ξύρισμα (από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..

- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα με την οποία αξίζει να κονεδιαστεί κανείς. Διαφέρει από την κονεδιάρα, η οποία είναι η κοπέλα με τα πολλά κονέ.

- Γνώρισα και την Ερασμία σ' εκείνο το παρτάκι.
- Και πώς σου φάνηκε;
- Είναι κονεδογκόμενα, δεν το συζητώ!

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified