Further tags

Η ετυμολογία της λέξης:

Ετυμολογικά η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό:

Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων - στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν - από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό.

Ο όρος προεκτάθηκε και από τους θεατές - κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς - κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να πουλήσουν μούρη.

Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού με την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά του κλπ.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Σερσέμης, χαζός, καραγκιόζης.

Ο Γιώργος είναι πολύ σερσερής -δε νιώθει ούτε να παρκάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που σημαίνει κάποιον που έχει χοντρή γεμάτη κοιλιά που σύντομα θα γίνει σκατά. Ο Μανόλης Σέργης στα Ακληρήματα το έχει ως φαυλιστικό για τους Πελοποννήσιους. Χρησιμοποιείται επίσης από πανκ συγκρότημα.

ΡΕ ΛΑΜΟΓΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΩΝΕΤΕ Σ' ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΟΝΟ - ΤΟ ΑΝ ΕΧΕΙ Ή ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ ΡΕ ΦΑΣΙΣΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ! - ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΑΠ' ΑΥΤΟΝ, ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΚΑΤΟΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΡΑΣΟΦΟΡΟΙ, ΠΑΠΑΔΕΣ, ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ! ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑ, Ε;;; (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΥΟ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ) Ε ΝΑ ΜΗ ΘΙΞΩΜΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ, Ε;;; ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΒΡΩΜΙΑΡΗΔΕΣ ΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΟΣΤΙΖΟΥΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΟΛΑΚΕΡΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΠΑΖΑ ΚΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΑ ΜΠΑΤΣΟΣΚΥΛΑ ΟΙ ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΑΔΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΝΕ... ΑΜ ΤΙ, ΚΟΡΟΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΑΝΕ ΕΤΣΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΤΕΤΟΙΟΣ ΚΙΝΗΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ;;; ΔΕ ΧΑΖΕΨΑΝΕ... ΚΑΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΥΘΗΤΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΡΑ... ΕΚΕΙ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΡΙΣ... ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΚΑΘΕΣΤΕ ΚΙ ΑΣΧΟΛΕΙΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΟΝΟΜΗΣΕΙ ΚΑΝΑ ΦΡΑΓΚΟ... ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΝΑΙ! ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΟΒΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΙΝΑΛΕ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΡΩΕΙ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΝΤΑΒΑΤΖΗΣ;;; ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΔΗΛΑΔΗΣ! ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΩΡΑ;;; ΡΕ ΤΙ' Ν' ΑΥΤΑ ΡΕ;;; ΗΜΑΡΤΟΝ ΡΕ!!! (ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ...) Α ΡΕ ΦΟΥΚΑΡΑ... ΝΟΜΙΖΕΣ ΠΩΣ ΘΑ' ΠΙΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΑΠ' Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ (ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΚΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ...), ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΣΕ ΤΣΑΚΩΣΑΝΕ Τ' ΑΛΛΑ Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ... ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ... ΩΣ ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;;; (Athens Indymedia).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γομαράς, το ντερέκι, ο γεροδεμένος από φυσικού του ή από τη δουλειά. Όχι δηλαδή ο σφίχτερμαν και σίγουρα όχι ο μπρατσορακέτας, αλλά ο παιδαράς. Λέγεται στη Δ. Κρήτη και κυριολεκτικά είναι το πέτρινο πεζούλι (η λέξη έχει τούρκικη προέλευση - beden = έπαλξη, πολεμίστρα). Λέγεται και ειρωνικά για τύπους που τους κάνεις φου και πάνε 4 μέτρα πιο κάτω.

  1. - Έλα ρε Γιώργη κάτσε ε να πιεις έναν καφέ....
    - Κοπέλια άλλη φορά, πρέπει να πάω με τον φαταούλα ν' αδειάσω έναν βόθρο, και μετά έχω να φορτώσω ελιές...
    - Α ρε Γιώργη, μπεντένι (ακολουθεί φιλική καρατιά στην πλάτη, ο Γιώργης δεν παίρνει χαμπάρι).

  2. - Γεια σου ρε Στελάκη μπεντένι (χτύπημα στην πλάτη)... εε πού πας κάτσε να τα πούμε... είσαι όμως πολύ μπεντένι ρε Στελάκη, κρέας δεν έχεις απάνω σου.

(από xalikoutis, 31/10/08)Έκανα Google Pics την λέξη Beden και να το μου έβγαλε... (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρακετάγκουρας, ρακετοκάγκουρας

Προέρχεται από τη σύνθεση της «ρακέτας» και του «κάγκουρα». Αυτή η σύνθεση λαμβάνει χώραν χιλιάκις -τι λέω- εκατομμυριάκις, εις κλαρινοπαραλίας κατά τη διάρκεια του μεγάλου ελληνικού καλοκαιριού.

-Εχω θεμα με τους ρακετιστες.
-Δια ροπαλου θα επρεπε να τους απαγορευεται η εισοδος.
-Ειναι με διαφορα η πιο σιχαμενη φυλη της παραλιας δεν εχει βγει και κατι να τους ψεκαζουμε να ψοφανε σαν τις κατσαριδες...
-υπάρχουν οι καγκουρορακετίστες ή αλλιώς ρακούν που πετάνε το μπαλάκι με όλη τους τη δύναμη και όπου να ναι.. Και αυτοί που σέβονται παίζουν πιο προσεγμένες μπαλιές και γενικότερα δεν δημιουργούν πρόβλημα.
-οποιος βγαλει μινι χειροβομβιδες σε σχημα μπαλακι τεννις η πιγκ πονγκ, θα βγαλει τρελο χρημα.
-Αι ρακεται μου σπάνε το καμπαναριο, τακ τουκ όλη την ώρα, σε οοοοοοοοοοολη τη παραλία!!
-Με ενοχλούν αυτοί που τους ενοχλούν οι ρακέτες. :P
θρεντ όπου οι Insomniacs αδειάζουν τη χολή τους

θέρος τρύγος πόλεμος

  • 10 πράγματα που μου έμαθε η ζωή για τις διακοπές
    Φροντίστε να είστε μέσα στη θάλασσα νωρίς το πρωί και κατά τη δύση του ηλίου. Το ψυχικό και συναισθηματικό όφελος είναι απείρως πολλαπλασιαστικό. Αποφύγετε το καταμεσήμερο με τον πανσουρλισμό, και τους ρακετάγκουρες. (εδώ)

  • Το κέφι ανάβει όταν Ρακετοκάγκουρες και Ξέκωλα ανεβαίνουν στα λευκά τραπέζια του Μπιτσόμπαρου για να αποδώσουν σε χορογραφία λαϊκά άσματα. (εδώ)

  • Κοιλιακοι των απειρων "συμπληρωματων" κ λάδι μαυρίσματος με γκλιτερ για να τυφλώνονται αναμετάξυ τους οι ρακετοκαγκουρες.

  • Πάντως, δεν έχεις δει ρακετοκαγκουρα αν δεν πας στην παραλια Barceloneta της Βαρκελώνης.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μιλφιάδης, ο μιλφομανής, ο μιλφόσαυρας.

Όστις συνοδεύει το μιλφέιγ του με μιλφ σέηκ, μιλφάροντας μόνο με μιλφάρες, μιλφομάνες, μιλφούδες και μιλφίδια.

Εκ του μιλφ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1. Τώρα που είδα την Λυμπεράκη κατάλαβα γιατί έκανε κόμμα ο Θεοδωράκης. Είναι μιλφάκιας!!!

2. Mετά την Άντζελα Γκερέκου και η Νόνη Δούνια στη ΝΔ. Αντώνης ο μιλφάκιας.

3. Μιλφάκιας από μικρός. Στα 4 προτιμούσε τις 7χρονες. Μετά μεγάλωσε, άλλαξε γούστα και γι'αυτό τώρα τον κυνηγάει ο Πα-τέρας της Κατερινούλας.

4. Ο Στιβ Νας οχι απλά είναι μιλφάκιας, αλλά το παράκανε! Σαν την μάνα του είναι αυτή

Ο μιλφάκιας Μιλφιάδης φουχτώνει τα καλά γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας (από σφυρίζων, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

1.
κοιταξτε ρε σεις , μου κλεψανε τις ρυμες! θα αρχισει νεο μπιφ στην ελληνικη σκηνη!

2.
«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

3.
Μογλη τιποτενιε θιφ; ξεκίνησες μπιφ και θα σου κανω τη μαπα πορτατιφ και μετα θα φαω ενα ροζμπιφ απεριτιφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει μια ατάκα από κάπου και, όποτε την αναπαράγει, νιώθει έξυπνος.

Καλή κοπέλα η Τατιάνα, αλλά πολύ ξυπνιτζού. Ό,τι μαλακία πει η Κάρι Μπράτσο και οι καριόλες φίλες της στο Sex and the City, μας το κοπανάει. Χτες μου είπε: «Το φυσιολογικό κυμαίνεται μεταξύ αυτού που θες και αυτού που μπορείς να πάρεις». Βγάλε νόημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified