Further tags

Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.

Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.

Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.

Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.

Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.

Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.

  1. ... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)

  2. Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
    Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;; Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
    Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)

  3. - Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
    - Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...

Επιβίβαση σε Kartali (απο την ιστιοσελίδα της Τουρκικής Αεροπορικής Βιομηχανίας) (από Vrastaman, 12/11/09)Ταινια το πιο λαμπρό μπουζούκι. Εδω ο Βουτσας έπαιζε και ως Μπρόκολας, αλλά και ως Καρτάλης (διάσημος ηθοποίος) (από GATZMAN, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και ο διάσημος τηλεοπτικός ήρωας Mister Bean, εννοούμε τον αδέξιο, ατζαμή και γκαφατζή άνθρωπο.

Ο καημένος ο Γιώργος δουλεύει μόνο 2 εβδομάδες στη καφετέρια και τα έχει καταφέρει περίφημα. 3 φορές του έχουν πέσει οι δίσκοι με τα ποτήρια, 1 φορά έχυσε τον καφέ πάνω σε πελάτη, και χτες πήρε μαζί του ένα τραπέζι με ό,τι είχε πάνω. Μίστερ Μπιν κανονικός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτεφορμέ-ντεφορμάρισμα: Όρος κατ' αρχήν ποδοσφαιρικός (που πέρασε και σε όλα τα αθλήματα), που αναφέρεται σε ομάδα ή σε συγκεκριμένο παίκτη ή παίκτρια. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη «déformé(e)», που σημαίνει παραμορφωμένος, εκτός σχήματος, παραποιημένος, εκτός φόρμας (και με την αθλητική έννοια).

Ας ξεκινήσουμε από το σύνολο. Μία ομάδα είναι ντεφορμέ, όταν πάει σκατά (σε απόδοση), σε σχέση με την εικόνα που είχε στα φόρτε της (στο φορμάρισμα της). Όπως και στη ζωή, έτσι και στα αθλήματα, η ζωή κάνει κύκλους κατά το ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, ο,τι γυρίζει σταματά. Για να μην κουράζω με άπειρες λεπτομέρειες, φανταστείτε θεωρητικά ότι μια ομάδα έχει τις άλφα δυνατότητες (βάση ρόστερ, προπονητικού τιμ, διοίκησης). Όταν η απόδοση συμβαδίζει με το τέλειο, τότε μιλάμε για φορμάρισμα, δλδ η ομάδα αποδίδει κοντά στο 100%. Όταν αυτό το ποσοστό πέσει κάτω του 50% (για κάποιο εύλογο διάστημα), τότε μιλάμε για ντεφορμάρισμα, δλδ η ομάδα είναι ντεφορμέ. Αυτό πάντα συμβαίνει, και οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Ψυχολογική ή σωματική κούραση, γρίνες, ατυχίες λάθη προπονητικά, και ενίοτε ο αμφίδρομος (δλδ ψιλοπουστράκος) Ερμής. Σε επίπεδο μεμονωμένου παίκτη, επίσης υπάρχει ντεφρομάζ. Εκεί που κάποιος βγάζει μάτια, ξαφνικά τζίφος.

Στα ατομικά αθλήματα ισχύει το ίδιο. Απλά εδώ έχουμε λιγότερους παράγοντες για ντεφορμάρισμα, αφού μιλάμε για έναν αθλητή και άντε το πολύ δύο τρεις προπονητές.

Στη σλανγκ τώρα (ώρα δεν ήταν;) χρησιμοποιούμε τον όρο, όταν δεν έχουμε διάθεση, ή όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, που υπό φυσιολογικές συνθήκες (ή στις μεγάλες φόρμες μας) θα γουστάραμε πολύ.

-Τον τελευταίο μήνα όλο μπακούρης μας εμφανίζεσαι. Γεράσαμε Μουσιού Καζανόβα, και τα πιπίνια μας αγνοούν;
-Σσσσς ρε! Δεν είναι ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Διανύω περίοδο ντεφορμαρίσματος. Θα επανέλθω με πιπίνι κατηγορίας champions' league, και θα προσκυνάτε πάλι, και θα πετάτε δίευρα κάτω σαν το Ζούγα. Λιγούρηδες της κακιάς ώρας.

-Μαράκι μου, να περάσω να σε πάρω να πάμε για ψώνια; Είδα κάτι μοντελάκια στης Μrs Raxevski (ανάθεμα το για όνομα αυτό το μαγαζί), μούρλια.
-Άσε φιλενάδα. Είμαι ντεφορμέ. -Γιατί φιλενάδα;
-Γνώρισα ένα παιδί, άλλο να σου λέω... Έπαθα σοκ. Αλλά μου φάνηκε λίγο αλλόκοτος, λίγο παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα του. Φλερτάραμε, με άναψε αλλά δεν.
-Και πως λέγεται ρε φιλενάδα ο θεός που σε έριξε στο καναβάτσο;
-Electron!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτωρ, ο άνθρωπος που είναι κατάλληλος για κάθε είδους επικίνδυνη αποστολή, ο γουίνστον γουλφ.

Η φράση προέρχεται από το γνωστό και αγαπημένο εικονογραφημένο περιοδικό
Μικρός Ήρως.

Στα Τουρκικά δηλώνει τον Έξαπόδω, και φαντάζομαι ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο αείμνηστος Στέλιος Ανεμοδούρας έδωσε το εν λόγω όνομα σε έναν Τούρκο πράκτορα: προφάνουσλυ, ήθελε να καταδείξει πόσο γαμάουα και καυλερός ήταν.

- Και εκεί που την πήδαγα φίλε...
- Ίσα ρε Σεϊτάν Αλαμάν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος ειδικών αποστολών που κυκλοφορεί αντακάβα (under cover, παραλλαγμένος/ιν κόγκνιτο) στα στέκια των παρανόμων, διεισδύει στις συμμορίες και συγκεντρώνει εκ των ένδον στοιχεία για το συνδικάτο του εγκλήματος και την ιεραρχία των προσώπων μέσα σ' αυτό.

Πλείστες αμερικλάνικες ταινίες έχουν αντλήσει τη θεματολογία τους από τις εν λόγω αστυνομικές επιχειρήσεις, με κορυφαίες το Donnie Brasco (βασισμένο στην αληθινή ιστορία του Joseph Pistone, με τον Johnny Depp στον ομώνυμο ρόλο) και, φυσικά το θρυλικό Serpico με τον Al (fonso) Pacino στον ρόλο του πράκτορα Frank Serpico, ερμηνευμένο με τέτοια επιτυχία, που χάρισε την ταυτωνυμία «Σέρπικο» σε κάθε μπάτσο του συγκεκριμένου είδους.

Ο Σέρπικο παίζει συχνά την ζωή του κορώνα-γράμματα καθώς, αν αποκαλυφθεί ο διπλός ρόλος του από τους γκάνγκστερ τους οποίους συναναστρέφεται, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί με ένα τρίτο μάτι, ενώ και στις περιπτώσεις που φέρει σε πέρας την αποστολή του, δεν τον αναμένει παρά μια πενιχρή αμοιβή (στα όρια της δημοσιονομικής λιτότητας) και μια ζωή στην εξορία με νέο πιστοποιητικό γέννησης και υπό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

ΥΓ: Ρισπέκ στη salina για το λ. σεκιουριτάς

  1. Έλληνες «Σέρπικο» κατά των εμπόρων ναρκωτικών. (εδώ)

2.«Σέρπικο» κατά φοροφυγάδων (εδώ)

Ο Frank Serpico κατά την τελετή αποφοίτησης του από την Αστυνομική Ακαδημία (από allivegp, 21/04/12)Ο Frank Serpico επί τω έργω, under cover (από allivegp, 21/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published