Further tags

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σ.ς. Οι τεχνικές λεπτομέρειες περί του κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο χρησιμοποιείται και βρίσκει εφαρμογή το λήμμα, περιγράφονται προς γνώση και μόρφωση στο κάτω μέρος του ορισμού. Σο, πριν απερίσκεπτα μαυρίσετε ό,τι δεν κατανοείτε, πάτε να ανοίξετε τα μάτια σας για το πως ζει ο κόσμος στο ίντερνετ και επανέρχεστε δημήτριοι)*.

Οπατζίδικο: Ειρωνικός (συνήθως) χαρακτηρισμός chat room μουσικού ενδιαφέροντος σε πρόγραμμα voice chat (που πα να πει ότι έχει και ήχο εκτός από κείμενο), όπου ο κόσμος διασκεδάζει ακούγοντας τραγούδια. Αναφέρεται και απλούστερα ως «όπα όπα» ή, για να ακριβολογούμε, «opa opa» (η λέξη room εννοείται εδώ).

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από χρήστες άλλων chat rooms (όπου γίνονται συζητήσεις αμπελοφιλοσοφικού ενδιαφέροντος ή απλές ανταλλαγές μπινελικίων), οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ πιο σπουδαίους ή πολύ πιο κουλ από τους οπατζίδες. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται μια, να την πω, περιφρόνηση για τους τύπους αυτούς που και καλά το μόνο που τους νοιάζει είναι το σάιμπερ σα-δε-ντρέπονται (τρίχες κατσαρές, άμα είναι να το χεις με το σάιμπερ το 'χεις σε όποιο room και να 'σαι).


**Κάτω μέρος του ορισμού*: Ιδιαίτερα κατατοπιστικά τα αρχικά μήδια για το οπτικό του θέματος. Το πρωτόκολλο ενός οπατζίδικου έχει ως εξής:

  • Ένας παίζει τραγουδάκι στο mic (στο μήδι δεξιά πάνω) - καμιά φορά το αφιερώνει, είτε δημοσίως, είτε στο ανοιχτό πιμί στην τσαταγαπημένη του (ή τον τσαταγαπημένο της).
  • Κάποιοι περιμένουν στωικά την σειρά τους για το mic, ώστε να βάλουν μετά από τον προκάτοχο το τραγουδάκι της δικής τους επιλογής (στο μήδι δεξιά πάνω, ακριβώς κάτω από το mic φαίνονται τα σηκωμένα χεράκια που αιτούνται mic).
  • Κάποιοι δείχνουν την συμμετοχή τους στο γλέντι εγγράφως στο κεντρικό παράθυρο text (απίστευτο; κι όμως) ως εξής (μη εξαντλητική λίστα):~Ρίχνοντας «λουλούδια» στο main, δηλαδή συνεχόμενα -/@ -/@ -/--@, ή και απλά @@@ για συντομία (τριαντάφυλλα και καλά - παρακαλώ σημειώστε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για αρχίδια). Επίσης γράφοντας «@@@ sto mic» (υπάρχει και η επιλογή «skata sto mic» για όσους δεν συμφωνούν με την μουσική επιλογή, αλλά είναι κάπως αγενής ως έκφραση και αν την δει ο άδμιν μπορεί να πάρεις πούλο εύκολα).~«χορεύοντας», δηλαδή γράφοντας με τον ρυθμό: [I](5:21 PM) adonis23: // (5:21 PM) adonis23: \ (5:21 PM) adonis23: // (5:22 PM) adonis23: \[/I] (ότι δηλαδή, αυτά είναι τα «χεράκια» του adonis που κουνιούνται αριστερά δεξιά με τον ρυθμό - γαμάτο; αχαχα), ή σε φάση: [I](5:25 PM) adonis23: /ο/ (χεράκια προς τα αριστερά) (5:25 PM) adonis23: \ο** (χεράκια προς τα δεξιά) (5:26 PM) adonis23: **\ο/ (άνοιγμα χεράκια) (5:26 PM) adonis23: **/ο** (παλαμάκι) [/I]~άλλες τέτοιες αηδίες χωρίς ιδιαίτερο νόημα εκτός του συγκεκριμένου χώρου όπως π.χ. το copy paste φιγουράτων κειμένων που υπαινίσσονται κατά κάποιο περίεργο τρόπο μεγάλα γλέντια, τί να πω...:[I](7:30 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: @@@@@@@ sto mic @@@@@ (7:31 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―)[/I]
  • οι περισσότεροι ούτε προσέχουν τι γίνεται στο room, αλλά ξεσκίζονται στα πιμί με στόχο να βρουν παρέα για κανα σάιμπερ ή, ακόμα καλύτερα, για σεξ εκτός νετ.

Στα «δωμάτια» αυτά δεν πηδάμε στο μικρόφωνο και δεν βρίζουμε, επειδή απαγορεύεται και επειδή έτσι ρισκάρουμε μπανάνα. Είμαστε σοβαροί ακόμα και αν είμαστε από τους απέξω γιατί θα έρθει μια μέρα που θα μπουν όλοι οι κολλητοί μας να κάνουν χαβαλέ κι εμείς δεν θα μπορούμε να συμμετάσχουμε γιατί είμαστε μπαναρισμένοι. Τα ξέρατε; Είδατε τί μάθατε σήμερα;


Σ.ς. το πρόγραμμα από το οποίο προέρχονται τα μήδια κ.λπ. είναι ετούτο. Έχει κι άλλα αντίστοιχα και είναι όλα εθιστικά.

Διάλογος σε άσχετο room απ' αυτά της ανταλλαγής φιλοφρονήσεων - μπινελικίων:
(7:22 PM) DIAOLakos: malakes varethika pame na gamisoume kana opatzidiko;
(7:22 PM) aLiTiRiOs2: xese mas re pali
(7:23 PM) aLiTiRiOs
2: me tous malakides
(7:23 PM) aLiTiRiOs2: me exoune gamisei sta bounce ke den mporo na mpo pouthena
(7:24 PM) DIAOLakos: ke ti 8a kanoume tora 8a vrizomaste meta3i mas;
(7:25 PM) aLiTiRiOs
2: katse re olo ke kapio 8ima 8a mpei

opa opa (από Galadriel, 05/06/09)opa opa 2 (από Galadriel, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι γνωρίζομεν τας αρνητικάς επιπτώσεις της ανδρικής αλωπεκίασης, ειδικά όταν επρόκειτο δια να προσεγγίσομεν το έτερο φύλο. Ωσεκτουτού, ίνα διασκεδάσωμεν την όλη κατάσταση και δια να σατυρίσομεν το γεγονός της μη χρήσης πλέον σαμπουάν, χρησιμοποιούμεν τον όρο «Karafline» (εκ του καράφλα και line) δια να δώσουμε μία πιο μονδέρνα εκδοχή στο όλο θέμα.

Αρίστανδρος: «Εμ, Υφικλή... δεν θέλω να σε απογοητεύσω αλλά... τα μαλλιά σου σού λένε αντίο!»
Υφικλής: «Δεν υφίσταται τέτοιο θέμα φίλτατε, αφού κάμω χρήσιν ειδικού σαμπουάν!»
Αρίστανδρος: «Και ποίο λέγω είναι αυτό;»
Υφικλής: «Χρησιμοποιώ μόνο προϊόντα της σειράς Karafline!»
Αμφότεροι: «Χε χε χε!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ακατέργαστου σχήματος, συνήθως μέλος σώματος κάποιου.

Ρε μαλάκα πώς είναι έτσι η γάμπα σου; Σα τσούμπα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.

Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.

- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο σκουλήκι, να σαν άντερο ένα πράμα!

Επίσης άτομο που ξηγιέται σκουληκιάρικα, μπαμπέσικα, άτιμα.

Στα ποδοσφαιρικά, ο πολύ φανατικός οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης.

- Ρε σκουληκαντέρα, πάλι με κάρφωσες στο Λίλιαν ότι βγήκα ψες με την Αφροξυλάνθη… - …
- Καλά ρε κάπταιν Μάλαξ, ποιο είναι το πρόβλημα σου; Μήπως γουστάρεις το Λίλιαν και θέλεις να μας κάνεις να φάμε τα μουστάκια μας; - …
- Γιατί με κλείνεις το μάτι ρε συ Πέρι; Mήπως τον απλώνεις τον τραχανά;

(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που μεταχειρίζονται οι απασχολούμενοι σε τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η μεγάλη άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας, την τελευταία 20ετία, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου ιδιώματος που αφορά τις τεχνικές δυνατότητες του μέσου καθώς και τα πάσης φύσεως προβλήματα που ανακύπτουν λόγω αυτών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι όροι του τηλεοπτικού ιδιολέκτου είναι ξενόφερτοι, ιδίως αγγλικοί.

Η αράχνη λοιπόν, είναι το σήμα / λογότυπο του εκάστοτε τηλεοπτικού σταθμού, όταν αυτό προβάλλεται φαρδύ πλατύ στο κέντρο της τηλεοπτικής εικόνας (και σε γκουμούτσα γραμματοσειρά), προς εξασφάλιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επειδή το εν λόγω σήμα είναι συνήθως λευκού χρώματος και σχετικά θαμπό (ώστε να κουτσοβλέπει κανείς κι από κάτω του) ονομάστηκε αράχνη (αν και θα 'πρεπε να το πουν ακριβέστερα ιστό αράχνης, αλλά τρέχα γύρευε τώρα).

Αράχνη πέφτει συνήθως στην οθόνη, όταν πρόκειται για αποκλειστικά ρεπορτάζ ή αποκλειστικές εικόνες που πρέπει να προστατευτούν απ' τον ανταγωνισμό. Αυτά ισχύουν βέβαια περισσότερο στη θεωρία, καθώς ουκ ολίγες φορές έχει παρατηρηθεί το ιλαρό φαινόμενο 2 ή και περισσότεροι σταθμοί να προβάλλουν την ίδια εικόνα (π.χ. απευθείας λήψεις από κάποια πυρκαγιά ή άλλη καταστροφή), έχοντάς την καλύψει με την αράχνη τους. Να το αποδώσει κανείς αυτό στο φόβο των Ιουδαίων ή στην εφαρμογή της παλιάς παροιμίας «φύλαγε τα ρούχα σου»; Είναι μια άποψη. Ο κάπως πιο υποψιασμένος δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει πως η αράχνη δεν είναι παρά άλλη μια μορφή επίδειξης δύναμης, μια δήλωση του στιλ «είμαι εδώ, με βλέπετε, έχω τη δύναμη να προβάλλομαι». Τέσπα, αυτά είναι πράγματα γνωστά απ' την εποχή του Μarshall McLuhan («το μέσο είναι το μήνυμα»)... Όπως ακριβώς μια διαφήμιση η οποία δεν λέει τίποτα για τα ουσιαστικά πλεονεκτήματα του διαφημιζόμενου, μόνο προβάλλει γιγαντιαίο το εταιρικό λογότυπο (π.χ. coca-cola)...

Ενοχλητικές αράχνες δεν συναντά κανείς μόνο στους τηλεοπτικούς δέκτες του, αλλά και στο ίντερνετ, π.χ. σε φωτογραφίες από συλλογές μουσείων, όπου έχουν καθίσει στη μέση το λογότυπο του σάιτ ή το όνομα του μαλάκα που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν υπάρχει πιο απτή ίσως απόδειξη για την πλήρη εμπορευματοποίηση της Τέχνης. Βέβαια θα αντιτείνει κανείς ότι το χρήμα και η τέχνη πήγαιναν πάντα πακέτο (βλ. Μέδικοι), αλλά έλεος πλέον. Έχεις να προβάλλεις μια ωραιότατη και σφιχτή power-point παρουσίαση και, θες δε θες, θα μάθουν όλοι οι ακροατές σου σε ποια σάιτ σεργιανούσες για να μαζέψεις το υλικό σου.

  1. (σε τηλεοπτικό κανάλι)
    - Έχω εικόνα τον Κούγια με τη σκρόφα του να είναι έξω απ' το κτίριο και να απειλεί ότι θα πηδήξει τη μάντρα..!
    - Ρίξε αράχνη μαλάκα μου πρώτα, μη τυχόν και το βγάλεις έτσι, σε γάμησα!

  2. (δύο φίλοι στο νετ)
    - Τι ψάχνεις;
    - Μπα τίποτα, πίνακες ζωγραφικής χαζεύω, από μεγάλα μουσεία κι έτς.
    - Πετριά που 'χεις φάει ρε αγόρι μου... Και βρίσκεις τίποτα;
    - Ναι, όλα κομπλίτα. Ρίχνουν βέβαια την αράχνη τους πάνω στην εικόνα, αλλά τι να κάνεις; Μόνο αυτού του γαμημένου του Kunsthistorisches της Βιέννης δεν μπορείς να βρεις τίποτα, τα 'χει όλα κλειδωμένα..
    - Του ποιου;

(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)Αράχνη με αράχνη (από poniroskylo, 28/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν η είσοδος εις τους κόλπους (ή τους κώλους...) της ομοφυλοφιλικής κοινότητος προϋποθέτει την έγκριση των υπολοίπων η οποία γίνεται βάσει: διαμέτρου κωλοτρυπίδας (αποδεκταί μόνο άνω των 2 εκ.), εξεζητημένης συμπεριφοράς και συχνάκις επίσκεψη εις συγκεκριμένα καταστήματα διασκέδασης της κατάπτυστης νήσου Μυκόνου κά. Τα διαπιστευτήρια λοιπόν τα οποία καταθέτει ο δόκιμος ομοφυλόφιλος ονομάζονται διαπουστευτήρια.

Σαρπηδόνας: «Αλτ! Δια την είσοδο εις το κλαμπ απαιτείται ε-πήδειξις διαπουστευτηρίων! Τα διαπουστευτήριά σας παρακαλώ!»

Αγαθοκλής: «Κωδική ονομασία: Φιρφιρίκουλας, Διάμετρος πρωκτικής τρυπός: 3 εκ»

Σαρπηδόνας: «Περάστε παρακαλώ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified