Further tags

Μπουρδολογία, παπαρολογία, ουτιδανολογία. Επίσης, η υστερόβουλη παραφιλολογία για ένα ζήτημα.

Ενδεχομένως από το «παπαρολογία», με αντικατάσταση του παπαριού με μπανάνα.

  1. Από εδώ:
    σε λίγο θα αρχίσουν και οι του Ατρομήτου να ψάχνουν πότε έπαιξαν καλή μπάλα και θα αρχισούν τις μπανανολογίες ότι παίζαμε διαστημικά, εμεις και η Μαντσεστερ κ.α
  2. Από εδώ:
    Καιρός λοιπόν πια να σταματήσει η γνωστή καραμέλα με τους «εσχατολάγνους», τα «δεκανίκια» και όλη την γνωστή μπανανολογία που θυμίζει ΚΚΕ και τα γνωστά περί «ιμπεριαλιστικών, καπιταλιστικών, προτεράτων, δικτατορίες προλεταρίου», γιατί κουράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λεγόμενες περικοκλάδες, οι περιστροφές. Όταν θέλουμε να πούμε κάτι δύσκολο σε κάποιον και το πάμε μέσω Λαμίας.

- Μωρό μου ξέρεις, κάπως είμαι τελευταία...
- Δηλαδή;
- Να μωρέ δε φταις εσύ, εγώ φταίω...
- Τι λες μωρή;
- Περνάω φάση τώρα τελευταία...
- Ότι;
- Θέλω λίγο να σκεφτώ...
- Άσ'τα κορδελάκια ρε Λίλιαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).

"Δεν βγαίνει ένας πούστης να μιλήσει", του Χάρρυ Κλυνν. (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.

Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».

Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουθούνια.

Βλέπεις τον χαλκιά στο τέρμα και λες ουου κάτι κάφυρα που έχει, μόνο αυτός αναπνέει το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ενέργειες ενός τζέι.

Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Επέτειος» (ή μάλλον επίμηνος) που μετριέται σε μήνες και όχι σε χρόνια, όπως τα γενέθλια. Το συνηθίζουν χαζογονείς που μετράνε πόσους μήνες κλείνει κάθε φορά το βλαστάρι τους μέχρι να φτάσει τον ένα χρόνο, οπότε γιορτάζονται πλέον τα γενέθλια. Και γενικότερα στην εποχή ρευστότητας, όπου ζούμε, πολλές φορές φαντάζει υπερβολικά φιλόδοξο ότι θα κλείσει ένας χρόνος σε κάτι, λ.χ. σε μια σχέση, οπότε προκύπτει η ανάγκη για μηνέθλια. Τα κατ' εξοχήν μηνέθλια βέβαια γιορτάζονται μόλις κλείσει ο πρώτος μήνας, οπότε και φαίνεται ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αντέξει κάτι.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

  1. που σαι βρε φιλενάδα !! να σας ζήσει να τον χαίρεστε ! και μεις μηνέθλια σήμερα ο δικός μας Κωνσταντίνος εγινε 7 μηνών <3<3. (Από το Φέισμπουκ)

  2. (από εδώ) Η κορακλα μου σημερα εχει «Μηνεθλια» :lol: Κλεινει 21 μηνες. :inlove: Να τη χαίρεστε!

  3. (από εδώ) Έχω μηνέθλια και σερβίρω κυκλωματάκι
    Μόλις έκλεισα ένα μήνα online. Η δημιουργία blog δεν ήταν ποτέ μέσα στα όνειρά μου. Η μόνη επαφή που είχα με blogs ήταν η τυχαία επίσκεψη σε αυτά, αν το google επέστρεφε ενδιαφέρον αποτέλεσμα σε κάτι που έψαχνα. Ξαφνικά όμως βρέθηκα στο “δρόμο” δικτυακά και είπα να στήσω τη “σκηνή” μου στην άκρη του blogοχωριού και βλέπουμε.

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified