Further tags

Ο άνθρωπος που έχει ευφυία και τρόπους που παραπέμπουν σε απολίτιστο βάρβαρο, σε πρωτόγονο, πιθανόν εκ του επιφωνήματος ουγκ, γιατί θεωρείται ότι μόνο έτσι μπορεί να επικοινωνήσει. Συχνά τον φανταζόμαστε και ως μυώδη, ντουλάπα και μπιλντέρι. Στα παραδείγματα του γούγλη βλέπω ότι χρησιμοποιείται συνηθέστατα για τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Εκτός από τα χρυσαύγουλα χρησιμοποιείται αρκετά για αναρχικούς μπαχαλάκηδες, μεταλλάδες και ψεκασμένους.

Χρυσαυγίτης ουγκ

  1. Άνθρωπος γεννιέσαι, ούγκανος γίνεσαι, Κασιδιάρης καταντάς. (Εδώ).
  2. Αρνηθηκε να απαντησει στις ανακριτριες ο νεοναζι ουγκανος της χρυσης αυγης. (Εδώ).
  3. Γιατί άλλο αναρχικός και άλλο απολιτίκ μπαχαλο-ούγκανος. (Εδώ).
  4. Βλέπω από την άλλη τόσους φιλελέ (βλ. παρέα Δράσης κλπ) να κινδυνολογούν ασύστολα, να βρίζουν τον κόσμο που τολμά να εκφέρει διαφορετική άποψη στους τοίχους τους και να χλευάζουν τους «ουρακοτάγκους συριζοψεκασμένους», εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι όποιος ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ είναι δημόσιος υπάλληλος ή αγράμματος ή αναρχικός ούγκανος ή κάποιος συνδυασμός αυτών. (Πιτσιρίκος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραϊτόρος, η

Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ελληνική γλώσσα, όπου το γραμματικό γένος δε συνάδει με το βιολογικό, όπως στις λέξεις "αντράρα", όπου και εννοούμε τον άντρα με υπερφυσικές σχεδόν διαστάσεις και ιδιότητες, με το μεγεθυντικό επίθημα - άρα που επετείνει το νόημα της λέξης και προσδιορίζει το αντίστοιχο του αρχικού αλλά αρκετά μεγαλύτερου απ' αυτό σε μέγεθος (πόδι>ποδάρα, κώλος>κωλάρα, πρόβλημα>προβληματάρα, κομπλεξικός>κομπλεξάρα, ψώνιο> ψωνάρα κ.λπ) και "κόμματος" , που αν και γένος αρσενικού απευθύνεται μετά περισσής αδρότητος, αλλά με ακρίβεια στη σεξουαλική αναστάτωση που μπορεί να εγείρει ένα μεγάλο καλοφτιαγμένο κομμάτι θηλυκού γένους (συμπεριλαμβανομένων των πιασιμάτων που μπορεί να έχει).
Στους κανόνες αυτής της αναστροφής γενών, όπου το αρσενικό γίνεται θηλυκό και το θηλυκό αρσενικό, έγκειται και η λέξη "τραϊτόρος" που αν και κάποτε απότιε φόρο τιμής ως τίτλος στον κάτοχό της, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τη συναντήσει κανείς. Αφορμή για τη λημματογράφηση δόθηκε από ηρώο πεσόντων που κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, είχαν σταλεί τάγματα εθελοντών Κρητικών για να συμπαρασταθούν στην εκεί εμπόλεμη κατάσταση και ο τίτλος φέρει θηλυκό γένος. Σύμφωνα με το λατινοελληνικό λεξικό του Στεφάνου Κουμανούδη το ρήμα trajicio σημαίνει υπερβαίνω, κάνω υπέρβαση, κατ' επέκταση προβαίνω σε ηρωικές και ριψοκίνδυνες πράξεις, αδραγανθήματα και trajector-is ο αδραγανθηματοποιός κατ' επέκταση. Έτσι, η τραϊεκτόρος, ή τραϊτόρος (με μετάκλιση από την 3η στη 2η παραδοσιακή ονοματική κλήση κατά την ελληνοποίηση και ίσως επειδή μεσολάβησε ενδιάμεσο στάδιο στα λαϊκά λατινικά της λέξης ως trajecturus/trajectorus-i) κατέληξε να σημαίνει από αυτόν που διαπερνά και διατρυπά, τον παλληκαρά που προκαλεί μονίμως επιπλοκές και βλάβες στον εχθρό με τις εμπλοκές και τις επεμβάσεις του, φέροντας έτσι εις πέρας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του προς το έθνος που μπορεί να περιλαμβάνει και κατασκοπευτικές ενέργειες. Σήμερα αν τυχόν γίνει χρήση αυτής της λέξης, υπάρχει έντονα η περιπαικτική διάθεση του ομιλητή προς αυτόν που απευθύνεται για τον ηρωισμό κάποιου συνανθρώπου του και ιδίως παιδιού όπως φανερώνεται το ποιόν του μέσα από το παιχνίδι στις αλάνες και γενικώς στα ομαδικά παιχνίδια. Δεν υπάρχει λόγος ηρωισμού εν καιρώ ειρήνης άλλωστε, ούτε αδραγανθημάτων κι ο πολεμιστής, υπεραντιδραστικός πιτσιρίκος στολίζεται φαρδιά πλατιά μ' αυτόν τον βαρύνοντα κατά τ' άλλα πολεμικό τίτλο.

- Ακούεις τα κοπέλλια πώς ε- κάμουνε; Κείνονά του Μάκη, γιάε το, πολεμά να γενεί ανώτερο κι απ΄το Θεό...
- Ναι, τον Κούλη λέεις; Είναι αυτός ένα μιαρό (ζιζάνιο)... Όντεν έρχουνται τα πλια μεγάλα από τον πάνω μαχαλά και ξεσυνορίζουνται τούτανά τα μικιά, κείνοσές βγαίνει ομπρός...Η παρέα ντου τό' χει να το λέει πως είναι η τραϊτόρος τωνε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.

Πάλι ζαμπόν είναι ο Πετράν απο τη ντρόγκα που σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.

Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφρόκρεμα από κάφρους, η ελίτ της αλήτ.

  1. Ήταν η μέρα που τα υπερήφανα κι αγέρωχα τανκς εισέβαλαν στη Ρούμελη και σήκωσαν την ελληνική σημαία ξεριζώνοντας εκείνη του Λιούις Άρμστρογκ (Τσατατάγκας στο επίθετο) και χαρίζοντας στο γαλατικό χωριό την πολυπόθητη ελευθερία (Αρβανιτάκη στο επίθετο) οδηγώντας σε μαζικές γκιλοτίνες και δημόσιο κατούρημα την καφρόκρεμα της τότε πολιτικής ηγεσίας. (Φρικηπαιδεία).
  2. Φέτος τα πρώτα τραπέζια του Ρέμου μάλλον θα τα κλείσουν ντόπιοι επιχειρηματίες και η πολιτική καφρόκρεμα. (Εδώ).
  3. Η καφρόκρεμα των bookcrossers ήταν εκεί. (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός είναι απο τη Μυτιλήνη. Καλός γκασμάς και του λόγου του.

Ο Μυτιληνιός κοροιδευτικά. Ο τύπος που έχει γεννηθεί και διαμένει στη Λέσβο. Φημολογείτai οτι το παρατσούκλι αυτό εμπνεύστηκε όταν χτιζόταν το αεροδρόμιο της Λέσβου γιατί όταν οι ντόπιοι κληθήκαν εθελοντικά να σκάψουν στα έργα πήγαν όλοι εξοπλισμένοι με γκασμάδες και κανένας με οποιοδήποτε άλλο εργαλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ονειροπόλος, βασικά επειδή σκέφτεται, αναπολεί ή θεάται ωραίους κώλους. Εναλλακτικώς, ο ίδιος ο κώλος ονείρωξη, ο κώλος αναφοράς, ή ο εύκωλος που τον φέρει.

  1. Είναι και ονειροκώλοι -είχα γνωρίσει έναν ιχθύ πέρυσι το καλοκαίρι, με έναν κώλο όνειρο! (Εδώ).
  2. Γιατρέ βλέπω συνέχεια όνειρα με γυναικείους πισινούς, τι έχω; - Ησυχάστε, είστε απλά ονειροκώλος. (Από ανέκδοτο βαϊραλιά).
  3. Ονειροκώλοι, κάντε κλικ εδώ για να δείτε τους ωραιότερους κώλους! (Από σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που παίζει βρώμικα. Ο ανέντιμος άνδρας. Το λαμόγιο. Ο φίλος σου που άργησε για ακόμη μια φορά και τον περιμένεις από κάτω απο το σπίτι του για να φύγετε.

Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι απο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικό για αυτόν που λέει όχι. Χρησιμοποιείται ως πολιτικό φαυλιστικό για τους οπαδούς του Όχι στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Ασφαλώς, εμπεριέχει και σημασίες του έτερου ορισμού της οχιάς ως χαρακτηριολογικού προσδιορισμού. Λεγόταν πάντως και εξαπανέκαθεν όταν εκνευριζόμαστε με κάποιον που λέει όχι και του ανταπαντάμε οχιά! ή οχιά διμούτσουνη να σε φάει!.

Πάσα: Ναι και Όχι, άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.

Και τι θα καταλάβουνε όλες αυτές οι οχιές από αξιοπρέπεια αν γίνουμε σαν την Αλβανία του Χότζα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified