Further tags

Η κωλότρυπα, η σούφρα, ο πρωκτός.

Πέον να σημειωθεί ότι η σκέτη κωλοτρυπίδα έχει μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον:

- Βάζει τη γκόμενά του να τον τσιμπουκώσει και της ξεσκίζει την κωλοτρυπίδα (εδώ).

Δηλαδή, χελόου!

Σλανγκιά του κώλου...

Σκέτη βανίλια, εκτός κι εάν έχετε για ίνδαλμα τον goatse.

Εξελισσόμενη όμως, η κωλοτρυπίς αποκτά πολλά κιλά σλανγκενέργειας. Μερικά τυχαία παραδείγματα, όλα από το σάη:

Σλανγκασίστ: Μητέρα Γιουγιού, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει χούι να ρωτάει συνέχεια για τα πάντα, και γίνεται έτσι μεγάλος σπασαρχίδης.

  1. Ο κλασοπόμολος ήταν πάντα ερωτησάκιας και πρηξαρχίδης, τόσο στο σχολείο, όσο και στο πανεπιστήμιο και η θητεία δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν κάνεις το λάθος να σταθείς δίπλα του για πάνω από μια περιστροφή ηλεκτρονίου, την πάτησες. Θα σου βάλει να ακούσεις την πλήρη δισκογραφία: από τις κλασικές επιτυχίες «Πού μας πάνε τώρα;», «Τι φαΐ έχει σήμερα;» και «Τι ώρα είναι η αναφορά;», μέχρι πιο σπάνια indie κομματάκια όπως «Την αρβύλα τη γυαλίζουμε δεξιόστροφα;» και «Σε ποια θέση μπαίνει η ασφάλεια του G3 για να μην πυροβολάει;». Ακόμα και οι αστεράτοι ωχριούν μπροστά στο ανελέητο πρηξοπούτσι του! Ο τύπος είναι ικανός να βγει το πρωί στο τάγμα για να αναφέρει ότι στην χθεσινοβραδυνή περίπολο είδε 5 σταγόνες λάδι κάτω από ένα Στάγιερ. (Ο Mikeius χαρτογραφεί φαντάρους).
  2. Δεν με πειράζει, κανένα ερώτημα σου! Ίσα ίσα χαίρομαι με όσα ρωτάς γιατί σε πάω. Εγώ πάλι όταν ερωτώ, ερωτώ για να πάρω απάντηση, αν όχι λύση, άλλωστε την λύση μ' αρέσει να την δίνω εγώ στο τέλος αφού συλλογιστώ και τις διάφορες απαντήσεις που πήρα. Τα ερωτήματα, είναι my best! εγώ ερωτησάκιας είμαι! Τώρα όλα αυτά που λες, η απώλεια αισθημάτων, η συναίσθηση της ανυπαρξίας, του άχρονου χώρου τα βάζω στο κουτάκι, φαντασία. (Εδώ).
  3. Άναυδος κι ερωτησάκιας μια ζωή. Τι έγινε ρε παιδιά, πότε, πώς, πούουουου ου ου; Πού το καημένο το κορκοδειλάκι, σαν πούυυυυ (πάμε με το ένα δύο τρία λέμε…ενωμένα τα χειλάκια και απορία στο μάτι μέχρι να σκάσει γάιδαρο και πουουουου ούλοι μαζί για συμπαράσταση) έγινε το κακό και δεν το πήρα πάαααααλι χαμπάρι; Και πότε ρε θεέ πότε με την φορέσανε και κιχ δεν είπα; Και γιατί βρε μάνα εσύ που όλα τα με ξέρεις και όλα τα συ λέω γιατί ενώ με είπανε μόδα είναι το χαμηλοκάβαλο τώρα μη τον επιάνουνε κι ας πρόσεχες μη λιένε; (Εντεταλμένη επιθετικοποίηση της θάλασσας).

Askhole αγγλιστί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:

Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας

Βλ. και σκορδοκαΐλα.

Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας

- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).

Ινσέψιο

Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.

Μπενάβω καπνολεκέδες στο φόνι τώρα,αβέλω τζαστικό. (Κλείσιμο σε συμβουλές μπενάβοντος σε γυναίκα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified