Further tags

Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.

Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.

Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.

  1. Η Νανα δεν χρειαζεται συστασεις. Ολοι μα ολοι οι μπουρδελιαρηδες την γνωριζουν/ εχουν περάσει/ την εχουν δει. Οποιος δεν την εχει δει τουλαχιστον, δεν μπορει να θεωρηθει γνησιος μπουρδελοβιος!!! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Το τέρας που διέπραξε αυτή την πράξη δεν ήταν μόνος η κοινωνία επί πολλά χρόνια ήταν δίπλα του.Τον θαύμαζε για τον τρόπο ζωής του. Ήταν τσαμπουκάς, χαρτοπαίκτης, ζαροπαίκτης μπουρδελόβιος κ.λ.π . Εκλέγεται εκ των πρώτων δημοτικών συμβούλων στο Αμπελάκι και φυσικά καταλαμβάνει την θέση του αντιδημάρχου. Αυτή η κοινωνία σήμερα λογικό είναι να προβληματίζεται και να διαμαρτύρεται, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από την ένοχη της που έθρεψε, μεγάλωσε και δημιούργησε ένα έκτρωμα. (Εδώ).
  3. Αντίθετα άμα κάποιος "αποτυχημένος" στο αντίθετο φύλο πει κάτι τέτοιο (κανας μπάκουρος, κανάς πέφτουλας, κανάς μπουρδελόβιος, μαύρο φίδι που τον έφαγε! (Εδώ).
  4. Ο άντρας είναι αυτός που διανύει την πιο τραγική του περίοδο. Διότι αν δεν έχει λεφτά= αποτυχημένος, αν δεν έχει γκόμενα= μπακούρι και μπουρδελόβιος, αν δεν έχει φίλους= ανώμαλος, περίεργος. Πες μου εσύ αν η γυναίκα, που κατα τ'αλλα όλα είναι εναντίον της, χρειάζεται όλα αυτά για να κάνει σχέσεις και όχι απλώς ωραίο κώλο... (Σχέσεις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη λεπιδοπτερολόγος χρησιμοποιείται ποιητικά για τον λεπταίσθητο, τον λεπτολόγο, αυτόν που εντοπίζει, εμβαθύνει και ερμηνεύει καταστάσεις και φαινόμενα που οι πολλοί προσπερνούν ως ασήμαντα. Παραδείγματος χάριν, "λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας" χαρακτηρίστηκε ο πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς Νίκος Καχτίτσης, και η Βάσω Κιντή σε κριτική της για ένα άλμπουμ του σκιτσογράφου Δημήτρη Χαντζόπουλου, παράλλαξε τον τίτλο του βιβλίου για τον Καχτίτση σε "λεπιδοπτερολόγος της ελληνικής αγωνίας".

Στην κυριολεξία είναι ο ειδικός στα λεπιδόπτερα εντομολόγος. (Δες ΕΔΩ τι χρειάζεται για να γίνει κανείς λεπιδοπτερολόγος).

«Madeleina lolita»

Αρχή όλων αυτών πρέπει να είναι ο τιτανοτεράστιος Βλαδίμηρος Ναμπόκοφ, ο μεγάλος συγγραφέας (όχι μόνο της «Λολίτας», το σκάνδαλο και το μπεστ σέλερ), αλλά και -κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό- ο εξαιρετικός εντομολόγος στον κλάδο της λεπιδοπτερολογίας, της μελέτης των πεταλούδων, που ήταν και το ισόβιο πάθος του. Λέγεται δε ότι το ασύγκριτα ακριβές και μαζί υπαινικτικό στυλ γραφής του Ναμπόκοφ προήλθε από τη στενή σχέση του με την επιστήμη.

«Αν το πρώτο βλέμμα μου το πρωί έψαχνε τον ήλιο, η πρώτη σκέψη μου πήγαινε πάντα στις πεταλούδες που θα έφερνε στη ζωή».

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ — Μίλησε, Μνήμη

  1. Τοιχογράφος του Μεσοπολέμου και συνάμα λεπιδοπτερολόγος της προσωπικής, υπαρξιακής αγωνίας, ο Σπέρμπερ υπερβαίνει τον κυνισμό, τη συντριβή, τον τεμαχισμό ψυχής και νου και ποντάρει, γράφοντας, συνθέτοντας την Τριλογία, στο ντουέτο γνώσης και ευαισθησίας, στη διατήρηση της αξιοπρέπειας σε συνθήκες γενικευμένης αθλιότητας, στη διάσωση της λογικής σε καιρούς παράκρουσης και παραλογισμού. lifo

  2. Τὸ ἔργο καταγγέλθηκε ὡς προϊὸν λογοκλοπῆς. Οἱ λεπιδοπτερολόγοι μελετητὲς ἔπρεπε μὲ τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ἀποφανθοῦν ἐὰν τὸ ἔργο εἶναι τοῦ Σκαρίμπα ἢ τοῦ ἄγγλου συγγραφέα. Ἐρώτηση πρὸς τὸν συγγραφέα: «Τὸ ἔργον σας μήπως διετέλει ὑπὸ τὴν ἐπήρρειαν (sic) τοῦ Μὼμ ποὺ ἔχετε διαβάσει»; Ἔτσι ἱδρύεται ἡ πρώτη, ἄτυπη, ἑλληνικὴ Ἕδρα συγκριτολογίας, καὶ δὴ ἐν Χαλκίδι. ΕΔΩ

  3. [...] γι’ αυτούς δεν υπήρξε ποτέ κανένας Λεωνίδας Κύρκος. Το Κόμμα δεν βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει, το ίδιο και ο Ριζοσπάστης στο κυριακάτικο φύλλο του -- όπως και ο 902, όσο ξέρω. Ωστόσο, ο συστηματικός ερευνητής, ο ακάματος λεπιδοπτερολόγος, ο εραστής της λεπτομέρειας ή ο ρέκτης της κουκουεδολογίας θα αμειφθεί, αν είναι οπλισμένος με επιμονή, υπομονή κι έναν καλό μεγεθυντικό φακό: στο φύλλο της Τρίτης 30.8 του Ριζοσπάστη, στη σελ. 18, κάτω κάτω, θα ανακαλύψει την εξής είδηση: «Απεβίωσε τα ξημερώματα της Κυριακής σε ηλικία 87 ετών ο Λεωνίδας Κύρκος. ΕΔΩ

  4. Ήταν μια ευαίσθητη-λεπιδοπτερολόγος- ψυχή και ύπαρξη που η συλλεκτική του μανία για ό,τι του παρελθόντος καιρού του χώρου μας, είχε κάτι το τραγικά μεγαλειώδες στη διάθεση και την αναζήτησή του και το ποιητικό στην επιλογή του. ΕΔΩ

Ερώτηση:
Δεν έχει κάτι απο λεπιδοπτερολόγο ο σλανγκιστής, έτσι που ακάματος αναζητά το λεπταίσθητο των λέξεων; (σνιφ, συγκινήθηκα)

Δες τρελιά συζήτα στου κυρ-Σαράντ για λεπιδοπτερολόγους και τζιτζίκια εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:

Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).

Κάπασος (από εδώ)

Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.

Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)

Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)

Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.

Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!

Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός συνώνυμος του κολλητουμπινάκι μου, μωρό μου, γλυκούλι μου και ταλιμπάν, αλλά όχι απαραιτήτως με την φασωματική έννοια. Εκφέρεται από έφηβα θήλεα νέας κοπής, κυρίως εν ώρα διαδικτυακού γιολαρίσματος στα σόσιαλ.

- χαχαχα μπάε μουυ♡♡. °Η απόσταση δεν είναι τίποτα, όταν ο άλλος σημαίνει πολλά για σένα ♡ (εδώ)

- ΘΕΣ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΣΝΑΠΤΣΑΤ ΜΠΑΕ; (εκεί)

- ΟΟΟΟΟΟ ΤΟ ΜΠΑΕ ΕΦΤΙΑΞΕ ΑΣΚ❤❤ ❤Δεσποινα❤ (παραπέρα)

- γιολο μπαε *.. ❤ #μπαε τρελό.* (παραδίπλα)

Εκ της αμερικλανιάς bae, παραφθοράς του baby ή κατ' άλλους ακρωνύμιο του before anyone else.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τουτανχαμός. Υπερθετικός του χαμός, του χαμός στο ίσωμα ή και στο πίσωμα. Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο με τον φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, που είναι τόσο σαχλό, ώστε εντέλει πετυχαίνει τον σκοπό του να εκφράσει το κλίμα ενός χαμού που διαλύει κάθε σοβαρότητα και κάθε σύμβαση. Κυρίως, πάντως, λέγεται για να σατιρίσει ανθρώπους πολύ προχωρημένης ηλικίας που θεωρούμε ότι ίσως και να έχουν προλάβει τον φαραώ Τουταγχαμών εν ζωή, ή οι οποίοι χρησιμοποιούν μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που διαλύουν την εκφραστική του προσώπου τους και τους κάνουν να μοιάζουν με μούμιες, σαν αυτή του ομωνύμου φαραώ. Η έκφραση τουταγχαμός σε αυτήν την περίπτωση εκφράζει τον χαμό που προκαλείται όταν μία ή περισσότερες μούμιες βρεθούν σε έναν χώρο.

  1. Μαλωσε η Δανδουλακη με τη Βαρδινογιαννη εγινε τουταγχαμος. (Τουίτερ).
  2. Την Κυριακή θα πάμε με Παπούλια και Ζωζώ για μπάνιο. Θα γίνει τουτανχαμός. (Τουίτερ)
  3. Τουταγχαμός έγινε στο ντημπέη. (Σχόλιο για φωτό Ζαχαρέα και Τρέμη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified