Further tags

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Φιλάκι;» με ερωτηματικό/παραινετικό τόνο και με υπόδειξη του πλαϊνού της σιαγόνας, είναι μια σαχλαμαρίτσα που μπορεί κανείς -αρσενικός- να πει για χαβαλέ στο συνομιλητή του -επίσης αρσενικό-, όταν μόλις του έχει κάνει ή πει κάτι που τον έχει εκνευρίσει πολύ (π.χ. χώνεις κάποιον για δουλειά, ή την έχεις βγεις από πάνω με μεγαλείωδη τρόπο σε κάποιο θέμα, γενικά τον έχεις κάνει να φάει ήττα και να σπαστεί με αυτό, και μετά με πολύ γλυκό τρόπο του ζητάς το «φιλάκι» της συμφιλίωσης, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο). Είναι αρκετά ηδονικό να το κάνεις μπροστά στη χολωμένη μάπα του άλλου. Αυτή η γλυκούτσικη χειρονομία προέρχεται από την κουλτούρα του γουτσισμού, ενδεχομένως και του παιδαγωγικά απαράδεκτου γουτσισμού μεταξύ γονέων και τέκνων.

Φυσικά, όσοι το λέμε -μεταξύ αυτών και εγώ- πιθηκίζουμε -ακόμη...- το Vinz (Vincent Cassel), που το έλεγε στον Saïd (Saïd Taghmaoui), στο «Μίσος» του Κασοβίτς.

- Ε γάμησε με ρε μαλάκα, πουτάνα η Μαρία, ψώλα η Μαρία... μαλάκα, ε μαλάκα... στ' αρχίδια μου στο κάτω κάτω...
- Σε πειράζει φίλε μου βλέπω... η αλήθεια πονάει... στις δυο βδομάδες απάνω την έλεγες «ο άνθρωπος μου» να σου θυμήσω... εγώ στα 'λεγα...
- Ναι ρε μαλάκα, με πειράζει, τι θες τώρα να 'ούμε...
- Τίποτα τίποτα... φιλάκι;

στο μυαλό των ηρώων (από xalikoutis, 01/12/08) (από xalikoutis, 22/10/09)(από xalikoutis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις σχετικές με τον τίτλο του λήμματος ταινίες πρωταγωνιστούσαν οι Κριστόφ Λαμπέρ και Σον Κόνερυ. Στις ταινίες αυτές ο Χαϊλάντερ, ζούσε αθάνατος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς εκτός αν τύχαινε κάτι που είχε προδιαγραφεί από τη μοίρα. Η λέξη κλειδί για τον συγκεκριμένο ορισμό είναι η αθανασία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκφραση αναδύει τον προβληματισμό μας όταν βλέπουμε κάποιον Μαθουσάλα, κάποιον υπέργηρο που έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής. Αφού δεν είναι υπόγειος, τον αποκαλούμε χιουμοριστικά Χαϊλάντερ, «θεωρώντας» πως και καλά... παίζει περίπτωση αθανασίας.

- Είδα χθες τον κυρ' Πέτρο, τον παλιό γείτονα σου;
- Ώπα ρε... Ζει ακόμα αυτό το ραμολί; Αυτόν φαίνεται πως τον έχει ξεχάσει ο Χάρος. Ποιος είναι; O Χαϊλάντερ είναι;

(από GATZMAN, 28/11/08)(από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.

- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

Η συσχέτιση προέρχεται από τη δήλωση της Βάνας Μπάρμπα πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με το σπαθί της, σε συνδυασμό με την πληροφόρηση από το παρασκήνιο, που πληροφορούσε πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με την αξιοποίηση του αιδοίου της. Αυτή η πληροφόρηση ανεκδοτοποιήθηκε και παρατίθεται στο παράρτημα.

Εκ των παραπάνω υποδηλώνεται πως όταν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάκτηση ενός στόχου είναι ανεπαρκή, τότε άλλα όπλα πρέπει να επιστρατευθούν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιτυχία. Μ' άλλα λόγια, εκεί που το σπαθί (απαιτούμενα προσόντα) δεν αποδεικνύεται κοφτερό, το αιδοίο αποδεικνύεται γιαταγάνι.

Σχετικό λήμμα το άνοιξε τη βάνα, Μπάρμπα.

- Καλά, η Λίτσα πώς κατάφερε από απλή γραμματέας, να γίνει διευθύντρια δημοσίων σχέσεων στην εταιρεία που δουλεύει; Απ' ό,τι ξέρω δεν έχει ακαδημαϊκά προσόντα. Απ' την άλλη όμως, μου 'χε πει πως πήγε μπροστά με το σπαθί της. - Όταν η Λίτσα μιλούσε για το σπαθί της, μιλούσε για το μουνί της. Ξέρεις τι υπερωρίες είχε ρίξει στο κρεβάτι του διευθυντή της... Άστα. Τράβηξε πολλά... αλλά στο τέλος δικαιώθηκε.

**Παράρτημα**

Τι κοινό έχουν το αιδοίο και το σπαθί ;
Δεν είχαν τίποτα κοινό, μέχρι που η Βάνα Μπάρμπα δήλωσε ότι:
«Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα με το σπαθί μου»!
Link

Η Υπουργός Αθλητισμού της Βενεζουέλας Alejandra Benitez (από Khan, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.

Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.

  1. - Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
    - Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.

  2. - Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
    - Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοιαύτη λέξη προέρχεται παρά γνωστό «δικηγόρο» ο οποίος εσυννελήφθει από το μικρόφωνο του υποκλοπέα να ονοματίζει εαυτόν ως «πεντακαθαρίδης», λόγω ευθέων εξηγήσεων και υποτιθέμενης εντιμότητός του εν ώρα... εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία! Διότι πλέον, τη σήμερον ημέρα η έννοια της εντιμότητος υφίσταται και εις τας κομπίνας, εις τας λοβιτούρας καθώς δε και εις τας πάσης φύσεως παρανομίας. Εύγε.

(Αντιγράφω αυτολεξεί ως απομαγνητοφωνήθειν εν ώρα ειδικής συνεδριάσεως της Βουλής, 18/11/2008)
Κοκοβίνος: «σου μιλώ παντελονάτα. Θέλω ένα ακίνητο και όχι τέσσερα που κάνουν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Σου μιλώ πεντακάθαρα και όμορφα. Πεντακαθαρίδης!» (sic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανελίστες λέγονται οι τηλεροασάνθρωποι που κοσμούν το πάνελ μιας μεσημεράδικης εκπομπής.

Η προέλευσή τους άγνωστη. Οι μισοί είναι (σχετικά) γνωστές προσωπικότητες, οι άλλοι είναι δημοσιογραφίσκοι, οι άλλοι ξεχασμένοι, οι άλλοι εντελώς ξεκάρφωτοι, που αναφέρουν ένα άγνωστο προηγούμενο στην τηλεόραση σε κάποια φάση στη ζωή τους. Τους τελευταίους ποιος τους ανακάλυπτε και από που, ανοίγει πολλά ερωτήματα.

Στην αρχή (βλ. εποχή Στεφανίδου-Λαμπίρη) οι εμφανίσεις τους ήταν σποραδικές. Πότε θα εμφανιστεί η Σακελλαρίου, πότε ο Κακλαμάνης, πότε η Σόκαλη, πότε κάποιος ιδιοκτήτης φροντιστηρίων που δε θυμάμαι πως τον λένε, χωρίς στάνταρ ρυθμό.

Πετάγονται σαν τσουτσούδες όταν μιλάει η παρουσιάστρια για να μη χάσουν την ευκαιρία να θάψουν ή να υμνήσουν κάτι που ανέφερε. Οι απόψεις τους είναι καθαρά υποκειμενικές, ενίοτε γραφικές.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι πληρώνονταν για τις εμφανίσεις τους, πράγμα που χρωματίζει το φαινόμενο.

Από το έτος 2007 μ.Χ., το ανωτέρω σύστημα αλλάζει. Πλέον οι πανελίστες είναι στάνταρ μέρος μιας εκπομπής και συντάσσονται με τους συμπαρουσιαστές, αναφερόμενοι στους τίτλους αρχής (βλ. Μηλιαρέση, Σαουλίδου). Επίσης οι μεσημεράδικες εκπομπές επεκτάθηκαν και στις πρωινές ώρες.

- Στην τηλεόραση είπαν ότι η Ντενίση τα βρήκε με το Λάκη.
- Ποιος το είπε αυτό το κουφό;
- Ξέρω 'γω; Κάποιος.
- Ποιος κάποιος ρε; Δεν ξέρεις τι έβλεπες;
- Ε, ένας πανελίστας το είπε, εκεί στη Λαμπίρη.
- Α, καλά κρασιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified