Further tags

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Ο καταπιόνας είναι το μέλος του σώματος από το οποίο καταπίνουμε τις τροφές μας, κοινώς ο λαιμός. Αυτή η συνώνυμη λέξη χρησιμοποιείται για να δoθεί έμφαση και για εντυπωσιασμό.

  1. Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Έχει στεγνώσει ο καταπιόνας μου.

  2. Μην με προκαλείς! Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί με πονάει ο καταπιόνας μου!

Σχετικά: λαιμά, καρίτζαφλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεκαετία του 80. Τα έιτιζ (eighties). Η κατάληξη -αζ, γραμματικά, φοριέται και για όλες σχεδόν τις δεκαετίες. Τριάνταζ, σαράνταζ, πενήνταζ, εξήνταζ, εβδομήνταζ, ογδόνταζ, ενενήνταζ.

Χλευαστική παράφραση της αγγλικής κατάληξης -ιζ (-ies). Λύνει και το πρόβλημα της περίφρασης στα ελληνικά: πού να λες τώρα «δεκαετία του ...».

Επέλεξα για λήμμα τα ογδόνταζ καθότι αυτά έχουμε αναφέρει περισσότερες φορές εδώ μέσα. Αλλιώς θα έπρεπε να γράψω -αζ, αλλά κανείς ποτέ δεν θα το έβρισκε να το λινκάρει.

Πωωω, ξαναγυρίζουν το μπάγκυ και η βάτα των ογδόνταζ, δεν θα το αντέξω ξανά!

Δες και -ζ, -ς και εϊτίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκληση ταπεινοφροσύνης, σκέψης, περισυλλογής. Χρησιμοποιείται και ως αντίβαρο σε υπερβολική επίδειξη, εξόφθαλμο ψέμα, υπερβολή, σφάλμα κ.λπ.

Πιθανότερη προέλευση ο ζουμπάς, ήτοι κοντός. Στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρίζει τη μείωση του ύψους όταν σκύβεις το κεφάλι ως ένδειξη ταπεινότητας και περισυλλογής...

- Λοιπόν, χθες στο μπάσκετ έβαλα ίσαμε 15 τρίποντα με ποσοστό ευστοχίας 150%
- Ώπα ρε μεγάλε, ζουμπαδιάσου και μίλα σοβαρά - με μπαλάκι του τένις σούταρες;

Ζουμπαδιάσου και σακουλέψου (από gagman, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ένα γούγκλισμα στα γρήγορα ανακάλυψα ότι είναι αφενός ένα βάραθρο κάπου στην επικράτεια και αφεδύο ένα χαμηλό όρος με βάραθρα.

Επειδή δεν μου είναι και γνωστό το έτυμον του όρου, πιθανολογώ ότι και η σημασία αυτή επίσης προέρχεται από ανά την επικράτεια σλαγκόφώνους Έλληνες. Στα σλαγκολευκαδίτικα όμως. σημαίνει το κακομαγειρεμένο ψητό, σε σημείο που να έχει γίνει εντελώς μαύρο και να μην τρώγεται με τίποτα. Όταν δηλαδή οι συνδαιτυμόνες αναφωνούν «άνθρακες ο θησαυρός». Σαν έξυπνος σλάνγκος όμως που είμαι κτοκττμγ βρίσκομαι κοντά στο να συνδέσω τις δύο σημασίες εκ του κοινού χρώματος που έχει το στόμιο του βαράθρου με το καμμένο φαγητό.

  1. για την πρώτη εκδοχή: ... μέσ τη βροχή και το κρύο, για το όρος Κάρκανο, προέκταση του όρους Πούλου πριν το διάσελο της Κουλοχέρας ,πριν ξημερώσει και τους δουν οι αντίπαλοι. Μερικοί μπορεί να είναι και στενοί συγγενείς και παλαιότερα πολύ αγαπημένοι, ενώ τώρα σε αυτές τις μαύρες μέρες με το μίσος όλα είναι αλλόκοτα.. και επίσης: Ένα βαθύ κάρκανο στο Χιονοβούνι είναι μακρινή αποστολή και δεν πήγαμε για εξερεύνηση, ενώ έχει κάποια αξία ιστορική. Σε αυτό ο Ιμπραήμ έριξε τους Κρεμαστιώτες που απέφευγαν την κίνησή του για να γλιτώσουν τα κοπάδια τους και κάποια στιγμή τον χτύπησαν σε στενά και μερικοί σκοτώθηκαν. Αυτούς τους έριξε με τον ελαφρύ οπλισμό τους μέσα στο κάρκανο αυτό υποτιμώντας τα όπλα των μπροστά τα δικά του.

  2. ... και για την δεύτερη:
    - Ελάτε να φάτε που να με φάει κακός λέφας κι επέθανα στα ποδάρια μου, να νετάρω!!!
    - Έτσι που τό' καψες και τό' καμες κάρκανο δεν είναι κρέας αυτό μάνα, διαλούπι είναι!

very well done (από perkins, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άτομο που είχε πολλούς συντρόφους στην έως τώρα ζωή του, σε σημείο που να μην μπορεί -ή να είναι αδύνατο αντικειμενικά- να τους θυμάται όλους.

Προκύπτει από το υπερσύνθετο ουσιαστικό της λαϊκής λεξιπλασίας
και την τεχνική την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο κάθε μαθητής για να έχει επιτυχία στις πανελλήνιες -και άρα και στη μετέπειτα ζωή του (χα).

  1. - Πώς τον λέγαν τον πρώην σου ρε που έβαζε μουσική όταν πήγαινε τουαλέτα για να μην ακούγεται;
    - Νικόλα; Όχι ρε, κάτσε, Θύμιο. Α, τον Θύμιο, τι μου θύμισες!
    - Καλά, μέχρι αυτού το σημείου έχεις φτάσει; Άκου: όταν στην ιστορία είχα μια δύσκολη πρόταση που έπρεπε να κατανοήσω, αλλά ήταν τόσο σύνθετη και με δύσκολες και πολλές λέξεις και δε μπορούσα, έπαιρνα το αρχικό γράμμα της κάθε λέξης της πρότασης, τα έβαζα όλα μαζί, έβγαινε μια απροσδιόριστη ηχολέξη, αλλά με βοηθούσε στην κατανόηση (σ.σ: απομνημόνευση!!!) γιατί είχα μετά το αρχικό της κάθε λέξης.
    - Μπάστα φιλενάδα, αν το κάνω αυτό με τους πρώην θα βγει σκουληκομυρμηγκότρυπα.
    - Καλά, κλείσε τώρα. Α, μετά την ορκομωσία μου θα μείνουμε Σόλωνος για έναν καφέ, έτσι;;

  2. - Ώπα το Βικάκι. Καλά ρε, τέτοιο πις, πώς και δεν ακούστηκε ακόμα κάτι για αυτήν;
    - Καλά ρε, σωβρακολογείς;; Αυτή βγάζει σκουληκομυρμηγκότρυπα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.

Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).

  1. - Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)

  2. - κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
    (Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified