Further tags

Ευφημιστικά ο μαϊντανός, που ξημεροβραδιάζεται στα παραθύρια και τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες.

-Με συγχωρείτε, κύριε Ευαγγελάτο, αλλά θα πρέπει να με αποδεσμεύσετε από την συζήτηση, γιατί πρέπει να είμαι και σε μια συζήτηση σε παραδίπλα παραθύρι.
Θεατής: Πω πω, πολύ τηλεπερσόνα την έχει δει ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεοπτικό παράθυρο σλανγκιστί.

Μαζεύτηκαν πάλι όλοι οι μαϊντανοί στα παραθύρια κι έγινε το μάλε βράσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το «ψωλάρα».

-Ε, ρε τι έχει να γίνει σήμερα! Θα συναντηθούν οι δυο Λάρες!

(από Hank, 29/01/09)(από Hank, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O βρικόλακας σύμφωνα με τη βιβλιογραφία είναι ο νεκρός που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του και γυρίζει ανάμεσα στους ζωντανούς για να τους πιει το αίμα και γενικότερα να τους βλάψει.

Η έννοια κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό, είναι η αφαίρεση αίματος από έναν ζωντανό οργανισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη έχει χιουμοριστική χροιά.

Ως βρικόλακα στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε κάποιον/α νοσοκόμο/α μιας νοσοκομειακής μονάδας που ασχολείται με την αιμοληψία. Η αιμοληψία βέβαια απ' αυτόν τον βρικόλακα, είναι εθελοντική κι όχι επιβεβλημένη (κλασσική έννοια).

Σε μια εταιρεία έχει έρθει μονάδα εθελοντικής αιμοδοσίας. Οι υπάλληλοι παίρνουν 2 μέρες άδεια απ' αυτήν την υπόθεση:
Πέτρος: Γιάννη, έλα ρε, ο βρικόλακας δε θα μας περιμένει για πολύ. Σε λίγο φεύγει.
Γιάννης: Πάμε να δώσουμε το πολύτιμο αίμα μας. Δυο μέρες είναι αυτές. Θα την περάσω ζάχαρημε τη Λίλιαν.
Πέτρος: Δεν τα ξέρεις καλά τα πράγματα φίλε. Εγώ στη γνώρισα, μαζί θα πάτε; Μαζί μου θα ‘ρθει.
Γιάννης: Κάνουμε κανα πικάντικο;

Έχω και μία κάρτα αιμοδοσίας κι όποτε θέλουν αίμα οι βρικόλακες απ' το νοσοκομείο, όλο και μου γράφουν, αλλά αυτή μάλλον δεν θα χρησιμέψει.
Δες.

Σε ένα πάρτι - όργιο οι βρικόλακες γεμίζουν τα ποτήρια τους με αίμα από ζωντανούς ανθρώπους, που έχουν ανοιχτές τις φλέβες τους (όπως γίνεται με την... αιμοδοσία)!
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=3417914&publDate=15/6/2006

(από GATZMAN, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βροχή κατά τον Ζαμπέτα.

Το μήδι εν είδει παραδείγματος.

(από pavleas, 28/01/09)(από Hank, 19/05/09)

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified