Further tags

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημάδι στο αριστερό συνήθως χέρι, μεγέθους νομίσματος των είκοσι λεπτών, προκαλούμενο υπό του εμβολίου κατά της ευλογιάς που γινόταν με εξασθενημένο ιό από νοσούντα βοοειδή (δαμάλια). Κατά την εφαρμογή του εμβολίου άνοιγε πληγή στο δέρμα του χεριού που διαρκούσε μέχρι τρεις εβδομάδες (αν όλα πήγαιναν καλά). Παλιότερα κάτι έκαναν και με κάτι ξυράφια αλλά δεν τον κόβω κιόλας.

Το συγκεκριμένο παράσημο εικάζω ότι σταμάτησε να απονέμεται στην αρχή της καλόγουστης δεκαετίας.

Τάργκετ γκρούπ ήταν τα παιδιά από δέκα ως δώδεκα χρόνων τα οποία συνήθως ήταν δεξιόχειρες, άντε και αμφίχειρες, και καθώς τα περισσότερα ήταν είτε μαθητές είτε χειρώνακτες έτρωγαν το εμβόλιο στο χέρι που και καλά δεν χρειαζόντουσαν άμεσα στην καθημερινότητά τους για το χρονικό διάστημα που διαρκούσε ο πόνος .

Η λέξη προέρχεται απο το Ιταλικό vaccina που θα πει εμβόλιο, στα Εγγλέζικα vaccine.

Η όλη διαδικασία λέγεται και δαμαλισμός.

  1. Κι ητανε ενα εμβολιο του δαμαλισμου το λεγανε, μαλλον για να μη γινουμε δαμάλια μεγαλωνοντας, που βγηκε επικινδυνο και το αποσυρανε οταν ητανε η σειρα του να το κανω, και μεχρι να βγει το καινουργιο η μανα μου το ξεχασε, και δε τοκαμα ποτε, μαλλον γιαυτο γινηκα μοσχαρα μεγαλωνοντας, αλλα κανεις δε μας ειπε τι απογινανε τα παιδακια που χανε προλαβει να το κανουνε απο εδώ

  2. Τα πιο συνηθισμένα προφυλακτικά εμβόλια είναι τα εξής: τ' αντιδιφθεριτικά και αντιτετανικά, τ' αντιτυφοπαρατυφικά, το αντιφυματικό, γνωστό σαν εμβόλιο του Καλμέτ, το αντιλυσσικό, το αντιπολιομυελιτικό, που γίνεται ενδομυϊκά, ή από το στόμα, το αντιευλογιακό ή δαμαλισμός, όπως επιστημονικά λέγεται, επειδή το μικρόβιο αρχικά πολλαπλασιάζεται στο δέρμα των δαμαλιών, το αντικοκιτικό και το εμβόλιο ενάντια στην ιλαρά.απο εκεί

  3. «Διάλεξις επί της αγελαδινής ευλογιάς». Τέλος, το τέταρτο ήταν το κεφάλαιο «Εύρεσις της δαμαλίδος ή δαμαλισμού, κοινώς λεγομένης Βακκίνας», στο βιβλίο του ιατρού Σεργίου Ιωάννου, «Πραγματείας Ιατρικής, τόμος πρώτος περιέχον επίτομον Ιστορίαν της Ιατρικής Τέχνης», Κωνσταντινούπολις 1818. Ας σημειωθεί ότι ο όρος δαμαλισμός, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα, εισάγεται στην ελληνική ιατρική ορολογία, το 1802. ....και .........
    Απαριθμεί όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες γρήγορα διαδόθηκε και είχε αρχίσει, μe νόμο να εφαρμόζετai στα παιδιά. Μάλιστα, αναφέρει ότι στη Ρωσσία το 1800 η αυτοκράτειρα «ωνόμασε Βακσινόφ το πρώτον υποτεθέν παιδίον εις αυτήν την πράξιν » του εμβολιασμού... από παρέκει

Ο εφευρέτης της βατσίνας Φανούρης Βατσινάς (από perkins, 14/09/10)βατσίνα (από perkins, 14/09/10)Batsina (από Vrastaman, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπερντάχι. Το βρωμόξυλο, η κλωτσοπατινάδα, το άγριο ξύλο. Παραπλήσια έννοια, με λιγότερο βίαιη σημασία, το σοπάκι. Συντάσσεται με τα ρήματα δίνω, ρίχνω ένα, κερνάω.

Παμπάλαια λέξη, η οποία όμως επιζεί μέχρι σήμερα. Την έχω σταμπάρει μόνο σε επαρχία, από Κρήτη μεριά, σε διαλόγους σβούρων, πέτσακων και κούργιαλων, βλ. παράδειγμα 1, ενώ βρίσκεται και σε ένα γλωσσάρι της Μεσσηνίας εδώ. Όμως ήταν συνηθισμένη έκφραση και της κλασσικής ρεμπέτικης αργκό, η οποία είναι γέννημα θρέμμα του άστεως (βλ. παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους χωροφύλακες και λοιπά σώματα ασφαλείας της νεώτερης Ελλάδος. Διασώζεται η έκφραση «τάγιο χταποδάτο», πιθανή ερμηνεία: πολλοί μαζί βαράγανε έναν κάτω σα χταπόδι, μέχρι να μαλακώσει, βλ. παράδειγμα 3. Υπήρχε και η έκφραση «ρίξτε του ένα χωροφυλακίστικο και το πρωί στην αρχή». Δηλαδή λιανίστε τον όλη τη νύχτα και το πρωί τον περνάτε εισαγγελέα.

Δυσάρεστη έκπληξη δοκίμασαν αρκετοί αστοί πολιτικοί, όταν τους μπουζούριασε η Εθνοσωτήριος, αφού διαπίστωσαν έντρομοι και στο πετσί τους ότι τόσα χρόνια η χωροφυλακή είχε το ελεύθερο να βασανίζει και να χτυπάει κρατούμενους, διαθέτοντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία προς τούτο. Φυσικά τα φαινόμενα αυτά σήμερα έχουν εκλείψει παντελώς, ως αποδεικνύουν εκατοντάδες πραγματοποιηθείσες αξιόπιστες Ε.Δ.Ε..

Η λέξη «τάγιο» προέρχεται από το ιταλικό taglio που σημαίνει μαχαίρωμα, κόψιμο, κομμάτι, βλ. παράδειγμα 4. Σύμφωνα με ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια, στη χαρτοπαιξία, τάγιοείναι η διάρκεια ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο κοψίματα, μέχρις ότου τελειώσουν τα τραπουλόχαρτα ή μέχρι να σταματήσει οριστικά το παιχνίδι. Οπότε πιθανή δική μου ερμηνεία της έκφρασης είναι ότι σημαίνει δίνω μία καλή παρτίδα ξύλο, αυτό που λέμε ένα γερό χέρι ξύλο.

  1. - Εκιοσές ο παράουρος ο Παναής ρίχτηκε στο Μαριώ την κοπελιά του Μανώλη μας και την εξεγιβέντισε οψάργας στην πλατεία. - Ε και τι καθόμαστε, πάμε να τονε ζυγώσουμε να τονε κεράσουμε ένα τάγιο να βάλει και στις τσέπες του.

  2. «Τού 'χω δώσει ένα γερό τάγιο πριν χάσω τα μάτια μου», λέει ο τυφλός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας σε συνέντευξή του εδώ, αναφερόμενος σε βρωμόξυλο μεταξύ του ιδίου και έτερου γνωστού βαρύμαγκα (βλ. στο κεφάλαιο Αφηγήσεις του ίδιου του Μπαγιαντέρα).

  3. «Ουρλιάζει ο Χεμαγγιόρος στο παραδίπλα δωμάτιο και τρίτο τάγιο χταποδάτο, καθώς τ' ορίζει ο κανονισμός στο Σώμα για να μαλακώνουνε οι εθνοπροδότες, να γίνεται το γινάτι τους νιανιά που να μαρτυρήσουνε στην Εξουσία τα μυστικά του εχθρού».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, από το μυθιστόρημα Αντιποίησις Αρχής, 1979, όλο το βιβλίο είναι μονόλογος ενός ασφαλίτη επί χούντας.

  1. Ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν πλιὰ ἀποτελειωμένος. Σὲ λίγες μέρες λαβαίνω ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ οὔλτιμο τάγιο, τὴν τελειωτικὴ μαχαιριά. Μοῦ ἔγραφε:
    Ἀνηψιέ μου, ἤσουν πάντα κατεργάρης καὶ παραλυμένος. Σοὖρθε ἡ τύχη σὰν στραβὴ καὶ τὴν κλώτσησες. Πολὺ γρήγορα θὰ χτυπᾷς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, μὰ θἆναι ἀργά. Τώρα κάτσε ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι. Εἶναι περιττὸ νὰ ξεκουμπιστῇς ἐδῶ. Οὔτε θέσι θαὕρῃς, οὔτε προῖκα. Ἄειντε χάσου, τενεκέ!
    Ὁ θεῖος σου Ἀλέξης
    (1912)

Κ. Σκόκος, Τα Παράξενα της ζωής (Σελίδες ημερολογίου), Αθήνα, Κολλάρος, 1921, σσ. 9−13. Από εδώ.

  1. Με την σημασία «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση», η λέξη εμφανίζεται και στον «Κρητικό Πόλεμο» του Ρεθεμνιώτη (ενετικής καταγωγής) Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, χρόνος συγγραφής 1669 - 1677, πρώτη έκδοση 1869.

«Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους,
εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια».

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Σύμφωνα με το γλωσσάρι της έκδοσης ετυμολογείται από το βενετσιάνικο tagio, ενώ παρατίθεται και το ιταλικό taglio.

Αδυνάτισα ο καημένος, απ\' το ξύλο το πολύ - πού\' φαγα στο δεκαδυο απ\' τη χωροφυλακή (Α. Κωστής 1931) (από HODJAS, 21/07/10)Μην τον βαράτε ρε παιδιά, για ένα παλιοσακάκι... (από HODJAS, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα μεταβατικό.

Παραδόξως, αν και προερχόμενο από το λατινογενές arrivare, φτάνω, στα ελληνικά έχει σλανγκιστεί ως διώχνω, εκπαραθυρώνω. Και δη βίαια, χωρίς ελπίδα επιστροφής και εξηλέωσης. Άιντε, και στα δικά μας.

Συνδέεται χαλαρά με το αυτοκτονώ κάποιον λόγω της μεταβατοποίησης (γουώου) αμετάβατου ρήματος, αλλά εδωπέρα έχουμε μια πιο ακραία αλλαγή του νοήματος. Στο αυτοκτονώ η ενέργεια παραμένει κατά βάσιν η ίδια, ενώ εδώ αντιστρέφεται, και αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να προέκυψε, εφ' όσον το ίδιο ρήμα, εξελληνισμένο, στην αμετάβατη μορφή του απαντά και με την κανονική σημασία.

Έχω την εντύπωση, ας μιλήσει και το φιλοσλάγκον κοινό, ότι παίζει ούτως καί στην αμετάβατη μορφή του, δηλαδής αριβάρω ίζολ φεύγω. Σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν το λέω μόνο εγώ δηλαδή, δίνεται μια κάποια εξήγηση.

Συνώνυμα: σουτάρω, την κάνω.

  1. - Άλλαξε πάλι προπονητή ο γαύρος;
    - Σιγά μην τον χάριζε ο σόκρατες, στο δίμηνο τον αριβάρησε...

  2. - Ωπ, άργησα! Αριβάρω παίδες και τα μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητη προϋπόθεση για χρήση της παραπάνω έκφρασης είναι η προηγούμενη διατύπωση ορισμένου αιτήματος ή άποψης από το συνομιλητή και η ύπαρξη κάποιας μορφής του ρήματος «μπορώ» μέσα σε αυτή.

Η έκφραση μπορέλι καταδεικνύει την αδυναμία εκπλήρωσης του προαναφερθέντος αιτήματος εκ μέρους του ομιλητή ή τη διαφωνία του ως προς τις απόψεις του συνομιλητή.

Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος «μπορώ», ενώ ο αγαπημένος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα (πάντα σχετικά με μπάλα) ονόματα.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ηχητική ομοιότητα του επιλεγμένου όρου με τη μορφή του ρήματος «μπορώ» που έχει προηγηθεί, ενώ, για έμφαση ή ειρωνεία, προτιμάται η «ξερή» χρήση (βλ. παραδείγματα).

  1. (Χρήση μέσα σε πρόταση, φιλικά - εδώ στο τηλέφωνο)
    - Έλα ρε Γιάνναρε... Απεργούνε οι ταρίφες και μόλις κατέβηκα απ'το ΚΤΕΛ. Μπορείς να έρθεις να με πετάξεις μία σπίτι να μη γαμηθώ στα λεωφορεία;
    - Καλώς μας ήρθες φίλε αλλά δυστυχώς μπορέλι, το αμάξι είναι συνεργείο εδώ και δυο βδομάδες, έχω χτίσει πολυκατοικίες στην κίτρινη φάρα...

  2. (Μονολεκτική πρόταση για ειρωνική διάθεση)
    - Αν η ΑΕΚ κάνει 1-2 καλές μεταγραφές τον Ιανουάριο μπορεί να χτυπήσει πρωτάθλημα.
    - Μπορμπόκης.

  3. (Έμφαση στην ηχητική ομοιότητα}
    - Τι έγινε τελικά με το γκομενίδι που φάσωνες χτες;
    - Αν δεν ήμουν κομμάτια θα μπορούσα να την είχα πάρει σπίτι αλλά μετά από τόσα σφηνάκια μπορούσια...

Δες και και μπορέλι, χοσέ μπορέλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».

  1. Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;

  2. - Ήρθε η Αλεξάνδρα!
    - Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
    - Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!

Ο Μήτσος (από panos1962, 01/11/09)(από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified