Further tags

Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:

Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).

Κάπασος (από εδώ)

Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.

Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)

Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)

Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.

Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!

Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός συνώνυμος του κολλητουμπινάκι μου, μωρό μου, γλυκούλι μου και ταλιμπάν, αλλά όχι απαραιτήτως με την φασωματική έννοια. Εκφέρεται από έφηβα θήλεα νέας κοπής, κυρίως εν ώρα διαδικτυακού γιολαρίσματος στα σόσιαλ.

- χαχαχα μπάε μουυ♡♡. °Η απόσταση δεν είναι τίποτα, όταν ο άλλος σημαίνει πολλά για σένα ♡ (εδώ)

- ΘΕΣ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΣΝΑΠΤΣΑΤ ΜΠΑΕ; (εκεί)

- ΟΟΟΟΟΟ ΤΟ ΜΠΑΕ ΕΦΤΙΑΞΕ ΑΣΚ❤❤ ❤Δεσποινα❤ (παραπέρα)

- γιολο μπαε *.. ❤ #μπαε τρελό.* (παραδίπλα)

Εκ της αμερικλανιάς bae, παραφθοράς του baby ή κατ' άλλους ακρωνύμιο του before anyone else.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τουτανχαμός. Υπερθετικός του χαμός, του χαμός στο ίσωμα ή και στο πίσωμα. Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο με τον φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, που είναι τόσο σαχλό, ώστε εντέλει πετυχαίνει τον σκοπό του να εκφράσει το κλίμα ενός χαμού που διαλύει κάθε σοβαρότητα και κάθε σύμβαση. Κυρίως, πάντως, λέγεται για να σατιρίσει ανθρώπους πολύ προχωρημένης ηλικίας που θεωρούμε ότι ίσως και να έχουν προλάβει τον φαραώ Τουταγχαμών εν ζωή, ή οι οποίοι χρησιμοποιούν μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που διαλύουν την εκφραστική του προσώπου τους και τους κάνουν να μοιάζουν με μούμιες, σαν αυτή του ομωνύμου φαραώ. Η έκφραση τουταγχαμός σε αυτήν την περίπτωση εκφράζει τον χαμό που προκαλείται όταν μία ή περισσότερες μούμιες βρεθούν σε έναν χώρο.

  1. Μαλωσε η Δανδουλακη με τη Βαρδινογιαννη εγινε τουταγχαμος. (Τουίτερ).
  2. Την Κυριακή θα πάμε με Παπούλια και Ζωζώ για μπάνιο. Θα γίνει τουτανχαμός. (Τουίτερ)
  3. Τουταγχαμός έγινε στο ντημπέη. (Σχόλιο για φωτό Ζαχαρέα και Τρέμη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καταδρόμι, καταδρομί

Εξέχοντα μαχήμια μέλη τα καταδρόμια, των ειδικών δυνάμεων του στρατού, ομού μετά βατραχίων (οϋκίων), λοκατζήδων, αλεξιπτωτιστών κ.ά., συχνά πάσχοντα από ήπια πυρκαυλίτιδα, έως οξεία στρατοκαυλίτιδα -τους αλλάζουν τον αδόξαστο στις καταδρομικές αφού. Τους μένουν διάφορα κουσούρια, τ., κούρεμα καταδρομί, γυμναστική αλά καταδρόμι.
Καθ' εξτένσιο σημαίνει τον σωματικώς/ σεκσουαλικώς/ δυναμωτικώς 'σουπεργαμάωα', αλλά και το αντίθετό του, τον τελειωμένο.

  1. ο γιος μου το καταδρόμι! είσαι τόσο μαχήμι που περιμένω απτη ταράτσα να κατέβεις στο μπαλκόνι να μπεις στ σπίτι (εδώ)

  2. τους κατατροπώνει συνήθως το παλικάρι, ο παλαίουρας, το καταδρόμι, ο οϋκάς που μπορεί να μοιάζει χαμένο κορμί αλλά τελικά, είναι αυτός που σώνει την παρτίδα. (εδώ)

  3. Μια φορά πήγα σε παρόμοιο περιστατικό να βοηθήσω (και καλά ο γυμνασμένος, πολεμικοτεχνίτης, ex-αμφίβιο καταδρόμι και έτσι) και μου προτείνανε ένα κουμπούρι στη μούρη που τα είδα όλα. Δε λέει! (εδώ)

  4. Αυτά... και αν θέλαμε να σε πειράξουμε θα σΕ λέγαμε ότι δεν ήσουν καταδρόμι με αρχίδια, αλλά αρχίδια καταδρόμι (παλιοσπασοκλαμπάνια που θα με πεις σούργελο και μάλιστα πορτοκαλί το μηχανάκι που καβαλάω). (εδώ)

  5. ΔΕΝ ΜΑΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΑ....ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ 200 ΠΑΚΙΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (εδώ)

  6. Δε θα γίνει το #praksikopima_28Sep και θα πάει άκλαυτη η φρεσκοκουρεμένη καταδρομί κουρούπα της Νάντιας. Φτου (εδώ)

  7. Αυτο το καταδρόμι οταν παει σπιτι ξελασκαρει 1 βαλβιδα που χει στο στομαχι κ αμολαει 5λεπτη κομπολογατη κλανια (εδώ)

  8. Ολες το παιζετε καταδρομια του σεξ αλλα μολις λερωθει κανα μαλλι μας τα κανετε τσουρεκια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για πολιτικό (ή και γενικότερα για ασχολούμενο με πολιτική ή/και οικονομία) ο οποίος γουσταίρνει τα Μνημόνια και τις μνημονιακές υποχρεώσεις.

Θα μπορούσαμε, ίσως, με βάση τη συνέπειά τους, να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες μνημονιάκηδων.

Η πολιτική σλανγκιά είναι ήδη καταγεγραμμένη στη Βικούλα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Βικούλα μας παίρνει την πρωτιά. (Αιδώς Σλανγκείοι!).

  1. Άδωνις για απολύσεις: Δεν θέλω να μου παίρνει τη δόξα ο Τόμσεν. Σχόλιο: Και μνημονιάκιας και ψεύτης ο Άδωνις!
  2. Οταν έβριζε το Σαμαρά,εκείνος το έπαιζε αντιμνημόνιο. Μετά άλλαξε. Ο Αδωνις όμως ήταν από την αρχή μνημονιάκιας, δεν άλλαξε τα πιστεύω του. (Εδώ).
  3. Τα άκουσε άσχημα ο Καμμένος… «Είσαι και ο πρώτος μνημονιάκιας» του είπε ο αρχηγός της ΝΔ. «Από εδώ και πέρα δεν μπορείς να μας λες Γερμανοτσολιάδες…» (Εδώ).
  4. Παίρνει τον πούλο o μνημονιάκιας Τσίπρας; Μακάρι. (Εδώ).

Στο 5.30 το χρησιμοποιεί ο Γιώργος Τράγκας εναντίον του Αντώνη Σαμαρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified