Further tags

Αλλιώς ο μπατσόκαρδος, δηλαδή αυτός που βαθιά στην ψυχή του πουστάρει αστυνομία, μπάτσους, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, εξουσία. Κι αν είναι πολιτικός, όπως λέει ο Χότζας, υποθάλπει αυθαιρεσίες αστυνομικών.

  1. θα ηθελα ολη εσεις να ειστε στην θεση του πρωτου μπατσοψυχοι και φασιστες, δεμενοι και κλωτσιες στην μουρη θα σας αρεσε???? ουστ φασιστες. (Εδώ).
  2. Ο μέσος Συριζαίος του Φουμπού: Με δύο ποστ τη μέρα αυτομαστιγώνεται για τον Πάνο Καμμένο. Με τρία ποστ την μέρα θυμάται τον Άρη Βελουχιώτη και την ρήξη. Με τέσσερα ποστ θυμάται πως πρέπει να μείνουμε στο ευρώ και κάνει RealPolitik. Με δέκα ποστ βρίζει τον Πανούση, τον μπατσόψυχο. Κάνει λάικ σε σελίδα Θανάση. Κάνει λάικ σε σελίδα Μπερλίνγκουερ. Μία φορά την μέρα (αργά νύχτα) ποστάρει Μανόλη Αναγνωστάκη. Μία φορά την μέρα ποστάρει φωτό από κάμπινγκ σε Σχοινούσα. Μια φορά την μέρα ποστάρει φωτό με τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, αμπαλαέα. Κάνει λάϊκ σε σελίδα Στάθη Δρογώση. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή "μέρος". Η τουαλέτα. Σε περιοχές που υπάρχουν ακόμα κτήρια που το αποχωρητήριο βρίσκεται εκτός του κυρίως οικήματος και απομονωμένο, λέγεται ακόμα έτσι (σε νησιά και σε χωριά). Από τη λατινογενή λέξη cabinet/cabinetto που είναι υποκοριστικό της λέξης cabine/cabina (-et/-etto)(=δωμάτιο στα πλοία από τα ιταλικά), δηλαδή η μικρή καμπίνα, το απόμερο δωματιάκι. Το πιο πιθανό είναι η λέξη ως υποκοριστική να προέρχεται από τα γαλλικά και να είναι αρσενικού γένους καθώς εκεί το -et της υποκοριστικής κατάληξης ακούγεται πνιχτά και αδιόρατα, σ' αντίθεση με το θηλυκό -ette που είναι πιο οξύ και αισθητό ή το ιταλικό -etto. Έτσι στην ελληνοποίησή της αγνοείται εντελώς το τελευταίο σύμφωνο και σταματάει στο τελευταίο φωνήεν, απ' όπου μετά ελληνοποιείται όπως ο καφές, του καφέ κι άλλα τέτοια αρσενικά που στην νέα ελληνική δεν υπάγονται σε καμία από τις παραδοσιακές κλήσεις της κανονιστικής γραμματικής από τα αρχαία ελληνικά, αλλά ανήκουν στην ολοκαίνουργια κλητική τάξη #2 των αρσενικών σε -ες (στον πληθυντικό τους), όπως ταξινομείται στη Μορφολογία της Ράλλη.
Οι καμπινέδες λοιπόν, είναι συνήθως σε αρκετή απόσταση από το κυρίως σπίτι όπου λαμβάνουν χώρα κυρίως οι εργασίες της ημέρας (μαγείρεμα, μαζώξεις, γεύματα, διάβασμα) και ο ύπνος, λόγω της δυσοσμίας που ανέδυαν από το ανύπαρκτο αποχετευτικό σύστημα. Με λίγα λόγια χρησιμοποιούνταν πιο πολύ ως συλλεκτήρια προϊόντων αφόδευσης, με έναν πρωτόγονο μπιντέ μέσα, οι πιο εξελιγμένοι (μια τρύπια σανίδα στην καλύτερη, που χρησίμευε για κάθισμα και λάσπη που σχηματίζει λάκκο στο σημείο στόχευσης. Μεταγενέστερα το πάτωμα χαλικιωνόταν ή και ασφαλτοστρωνόταν με μια τρύπα - αγωγό των προϊόντων αυτών που οδηγούσε σε λάκκο).Αργότερα τα συλλέγανε για λίπασμα. Αναλόγως το σπίτι και την έμπνευση του χτίστη, μπορούσε να έχει και κάποιες βασικές διατάξεις άνεσης ως προς την προσωπική υγιεινή του σώματος με τρεχούμενο νερό (από υπερυψωμένο σιγκλί - συχνά κοντά στο ταβάνι - γεμάτο νερό και κάνουλα - βρύση) και λάστιχο και μια σκάφη, φεγγίτη για τους υδρατμούς και το φως. Αν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την ατομική υγειινή και όχι για τις φυσικές ανάγκες, αρκούσε η περιτοίχιση χωρίς το ταβάνι, αφού ο σκοπός ήταν να μπορέσει κάποιος που βρίσκεται όπως τον εγέννησε η μάνα ντου κείνεσές τσι λίγες στιγμές να κάμει άνετα το μπάνιο ντου, χωρίς να νιώσει εκτεθειμένος στα βλέμματα των κοντινών (συγγενών, συγχωριανών). Τα νερά που έμπαζε, έβγαιναν είτε από λούκια, είτε από τρύπες μεταξύ του τοίχους και του εδάφους και ξεχύνονταν...όπου βρίσκανε πολλές φορές. Σε καμία περίπτωση δεν ήτανε ναός της σκέψης όπως μοιάζουν οι σημερνοί, με θρόνο κι ούλα τα βασιλικά κομφόρ... Πολλές φορές όταν η ανάγκη έκρουε την πόρτα κατά τις νυχτερινές ώρες και ιδίως το χειμώνα ήταν δύσκολο να αφήσει κάποιος το ζεστό του κρεββάτι και να φάει κάποια δευτερόλεπτα παγωνιάς και αγωνίας για να πάει να ξαλαφρώσει. Για τις ψιλές ανάγκες, επιστρατεύονταν κυρίως τα δοχεία νυκτός, ή ότι άλλο εύκαιρο τέλος πάντων - άλλοι αποφάσιζαν να το ξεχάσουν και να πέσουν να ξανακοιμηθούν αν αντέχανε να μη σκάσουν (τα παιδιά τα κάμαν κι επάνω τους και την ταχινή μαύρο φίδι που τά' τρωγε τα κακορίκα) , ενώ για τις χοντρές ήτανε λύση μονόδρομος σχεδόν. Σε περιπτώσεις που τα σπίτια ήταν σε ανηφοριά ή σε δυο πατώματα χτισμένα, ο καμπινές ήταν απομονωμένος συνήθως (εξ ου και απο- χωρητήριο) στο κάτω μέρος (μπάντα - όπου πιο απομονωμένος, τόσο το καλύτερο). Όπου όμως δεν υπήρχε χώρος ή οικονομία επέβαλε ή να είναι δίπλα ακριβώς στο σπίτι χτισμένο, με ανεξάρτητη πόρτα ή στα πιο φτωχικά σπίτια να μην υπάρχει καν και για τις φυσικές ανάγκες να βολεύονται σε λάκκους στη φύση και για την ατομική υγειινή μέσα στο σπίτι με τη σκάφη στο μεγαλύτερο δωμάτιο και ειδικά αυτό με το τζάκι κατά τους χειμερινούς μήνες... Σκέτο βάσανο!

- Και ίντά' καμες τη σκάφη, ακόμη να τηνε φέρεις;
- Άφησ' με δα που θα πηγαίνω να τη γερεύω... Στον καμπινέ την άφηκα πού' πλενα τα κοπέλλια.Εδά 'ν' αργά και κάμει και κρύο. Να πάεις αμοναχός σου να τηνε φέρεις και μη βαρείς ποθές μέσα στα σκοτίδια... Τέθοιαν ώρα, τέθια λόγια, άντρα... Έλα να πάμε να θέσομε κι αύριο μέρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις -ίλες νέας κοπής, που μπορεί να ετυμολογηθεί με δύο τρόπους.

Αφενός από την αγγλική λέξη mood (δες εδώ για ετυμολογία), οπότε μιλάμε για mood-ίλα, για ένα ειδικό mood που χαρακτηρίζεται από κατήφεια, νταούνιασμα, ελαφρά κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Η μουντίλα ωστόσο δεν μπορεί να προσδιοριστεί τόσο εύκολα. Είναι ένα απροσδιόριστο ζενεσεκουά στη διάθεσή μας που μπορεί και να σημαίνει ότι κάποιος είναι μελαγχολικό αγόρι ή κορίτσι με ευαισθησίες, που νιώθει τη βροχή, που είναι

in the mood for love

και άλλα χιπστεροειδή παρόμοια.

Η κυρίως ετυμολογία, όμως, είναι από το μουντός (<αρχαίο μυνδός = βουβός), οπότε έχει και πάλι μια παραπλήσια σημασία, καταχνιάς, σκοτεινίλας, νταρκίλας και μελαγχολίας. Ασφάλουσλυ αυτή η δεύτερη ετυμολογία είναι η επικρατούσα, αλλά τελευταίως μπορεί να συσχετισθεί παρετυμολογικώς με το mood που λέγεται ολοένα και περισσότερο.

  1. Βαρεθήκατε την μουντίλα και την βροχή; Μην ανησυχείτε ο καιρός φτιάχνει!
  2. «Πολύ μουντίλα, κυρία Τρέμη μου!» Τι χρώμα είναι αυτό, πεθαμενί; Δεν ξεπενθήσατε ακόμη το μακαρίτη; (Από το Ιντερνέτι)
  3. Εναντια στη «μουντιλα» και «απαισιοδοξια» που κυριαρχει τις μερες μας, ξεκιναμε κατι νεο γεματο θετικη ενεργεια και αισιοδοξια με αποστολη μας να σας προσφερουμε μονο τα καλυτερα. (Από το Φέισμπουκ).

Υπάρχει εξάλλου και η ινσέψιο περίπτωση η μουντίλα/ moodίλα να οφείλεται στο ότι μόλις σε έχει υποβιβάσει η Moody's.

Πάσα: Σούλτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς άστοχος καλαθοσφαιριστής τ. παπάροβιτς, με έφεση σε τούβλα, σίδερα και αερόμπαλες.

- Ο μεγαλύτερος χασοκαλάθης του Ελληνικού Μπάσκετ... Αν γυρίσει στην Εθνική πάμε πάλι 10 χρόνια πίσω... (εδώ)

- Ο Αποστολίδης είναι χασοκαλάθης πως να το κάνουμε... εμένα μ'αρέσει γενικά, έχει το σωστό κορμί, παίζει άμυνα, παρά το χαζά ψηλοκρεμαστό ... (εκεί)

Βλ. επίσης: χασογκόλης, χασοδίκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όχλος, ο χοντρός λαός, η πλέμπα, με μια εσάνς αηδίας, ανωτερότητας και απαξίωσης, καθώς στο λατιν. plebs = όχλος > ελλην. πλεμπάγια προστίθεται ικανή ποσότητα χλεμπόνας (συνήθως 42,1% - 66,3% για να ακριβολογούμε).

Τη λέξη την έχει καταγράψει εδώ μέσα ο Βράστα σε σχόλιο εδώ, αλλά είπα να την ανεβάσω και ως λήμμα, μην έρθει κάνας %$@#@#$ και πει πως είμαστε η χλεμπάγια της λεξικογραφίας κι ετς. (Μετάφραση = τι κάνει ρε πστ το μέσο σαυροειδές ερπετό για να εξασφαλίσει το λήμμα τον άρτον τον επιούσιο... Με τα μούτρα μες στις ροχάλες πάει και πέφτει...).

ΠΑΝΤΑ ΒΛΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΗΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΩ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ Η ΧΛΕΜΠΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ. ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑ εδώ

Δηλαδη προτεινεις να καταργησουμε τα δημόσια νοσοκομεια και μονον οσοι εχουν το χρημα να σωζουν τις ζωες τους, οι δε υπολοιποι( η "πλεμπα", η "χλεμπαγια") να πανε να ψοφησουν!!! εκεί

Με τη χλεμπάγια έχει πολλάκις ασχοληθεί και ο Τσιφόρος αλλά τα 'χουμε ξαναπεί αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πολύ κιτς εμφάνιση, που βγάζει μια τρασαδούρα, μια τρασίλα, που έχει kitsch value (για την ετυμολογία του kitsch δες εδώ, φαίνεται ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκουπίδι, τρασιά), που είναι σκουπίδω, καγκουρογκόμενα, καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι. Βεβαίως στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε και δη στο λούμπεν ελληναριάτο, υπάρχουν πολλοί τρασοκαβλιάρηδες εκεί έξω που ποθούν τις κιτσογκόμενες.

  1. έπαιζε η Ρωσσο-κουβαρίστρα! Τι μαλλί είναι αυτό ρε 'σεις! Πως μπορείτε και την πηδάτε με αυτή την καούκα! Έλεος! Όσο την βλέπω τόσο με γυρίζουν τα μυαλά! Κιτσογκόμενα ολκής! Μαλλί ''περοκέ'' ξανθό τύπου μουλινές, μπότες ΠΑΝΩ από το γόνατο, λίγα περιτά κιλά και καλές καμπύλες, ύψος 1,65, αλλά ... πολύ καρακιτσαριό ρε γαμώτο! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Άμα κάποιον νιώθεις να τον αγαπάς, είσαι κιτσογκόμενα, από αυτές που τρέχουν από πίσω τους και κάνουν διάφορα κουλά; (Αλλού στο Νέτι).
  3. αν με ρωτας προσωπικα και πιο γενικα, επειδη τις γυναικες τις κοιταω συνολικα, ασχημη ειναι και η βατραχομούρα, ασχημη ειναι και η αλλη με τα χαλια δοντια δε μπα να ειναι και μούναρος στο σωμα, ασχημη ειναι και η βλαχάρα κιτσογκομενα που δεν την παρουσιαζα με τιποτα ως κοπελα μου σε γνωστους και φιλους, ασχημες ειναι και κατι τυπισες με φυσιολογικο βαρος αλλα εντελως ασουλουπωτα σωματα και ποδια. (Τις χοντρές τις γαμάτε;).
  4. θά'θελα νά'μουν 25 και ας με λέγαν κάγκουρα, κιτσογκόμενα και ότι άλλο κοσμητικό θέλετε. (Εδώ).
  5. ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΑΔΕΝΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ "ΚΙΤΣΟΓΚΟΜΕΝΑ- ΚΑΓΚΟΥΡΟΓΚΟΜΕΝΑ. (Έλενα Παπαρίζου. Η καρδιά σου πέτρα).

Σκηνή από το αρρωστούργημα της Λένας Kitshοπούλου με θέμα τον Αθανάσιο Διάκο

Εναλλακτικώς, πλην με συναφή σημασία, είναι η τράτζικ γκόμενα του Κίτσου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουραβέλτα, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, σχηματίζεται από το θέμα της ρομανί kur- (βλ. kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι) και το ρήμα avel (=είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω βλ. αβέλω). Σε αυτό προστίθεται και η ιδιαίτερα σλανγκενεργή κατάληξη -(ό)σημο και έχουμε το κουραβελτόσημο, που κατά τον Ηλία Πετρόπουλο σημαίνει επίσης τη συνουσία. Μπορεί επίσης να σημάνει ό,τι και το μπαρόσημο και το παράσημο, δηλαδή το αφροδίσιο νόσημα που κολλάει δίκην παρασήμου. Σε μία, τέλος, αστειατόρικη χρήση στο ιντερνέτι το βλέπω να σημαίνει κάτι σαν ένα φανταστικό ένσημο, που πρέπει να κολλήσει κανείς κατά τη σεξουαλική πράξη.

  1. Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο. (Αποκατέ).
  2. Τελικά κλείνω το τηλέφωνο, χωρίς να του πω για την καριέρα που θα μπορούσε να κάνει εάν κόλλαγε κανένα κουραβελτόσημο από την πούλη με κανένα τσόλι! (Αποκατέ).
  3. Να επεμβει ο Κουτρουμανης , να επιβαλει κουραβελτοσημο, το οποιο απεφυγαν -εργαζομενος και εργοδοτης- να πληρωσουν. (Αποκατέ).

"Μόνο στις κουραβέλτες είμαι τυχερή"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ντιντής και της τουρκογενούς κατάληξης -λικι, σημαίνει το πουστριλίκι, μόνο στο πιο φλώρικο.

  1. Ρωμαϊκά όργια στη Μύκονο: [...] Το πάρτι ξεκίνησε γύρω στις 10 το βράδυ. Οι δύο σχεδιαστές με τη βοήθεια ξένων διακοσμητών είχαν μεταμορφώσει τον χώρο σε ρωμαϊκό βασίλειο. Το ντεκόρ ήταν άκρως εντυπωσιακό, καθώς περιλάμβανε κατασκευές με άσπρα πανιά, ξύλινες τάβλες και δάδες που έβγαζαν φωτιές. Η ατμόσφαιρα παρέπεμπε στην ταινία «Κλεοπάτρα» και ήταν χαρακτηριστικό ότι παντού μύριζε λιβάνι. Τους καλεσμένους υποδέχονταν Ρωμαίοι στρατηλάτες, ενώ ειδικό τιμ -κατάλληλα ενδεδυμένο- οδηγούσε τους καλεσμένους σε ειδικό δωμάτιο, όπου τοποθετούσαν τα σινιέ ρούχα τους σε πανέρια. Στη συνέχεια, τους φορούσαν χλαμύδες και τους τοποθετούσαν στο κεφάλι χρυσά κλαδιά δάφνης. Σχόλιο: Τι ναι αυτά τα "ντιντιλίκια" ... Το χειρότερο είναι πως προωθούν αυτόν τον τρόπο ζωής. (Εδώ).
  2. Το νέο πρότυπο άνδρα είναι ο Πάγκαλος-Βενιζέλος. Μεγάλα κυβικά και διανόηση μαζί. Τα ντιντιλίκια στύλ όπως Γερουλάνος-Σπηλιωτόπουλος πάνε πια. (Το τέλος του αμερικανικού ονείρου και ο νέος τύπος άνδρα).
  3. Εάν δεν το παρατηρήσατε, οι περισσότεροι μετανάστες είναι άντρες, άρα είναι ντιντήδες. Απαγορεύεται στις χώρες τους το ντιντιλίκι και τους φορτωνόμαστε εμείς. Γιατί να ταΐζουμε ντιντήδες; Βλάκες είμαστε; (Εδώ).
  4. Ως πριν μερικά χρόνια, η κυρίαρχη θεωρία της εξαφάνισης των δεινοσαύρων ήταν ότι κάποιος τους πετούσε πέτρες από τον ουρανό ή κάτι τέτοιο. Πλέον οι Χριστιανοί επιστήμονες έχουν ανακαλύψει ότι η κύρια αιτία της εξαφάνισής τους, πριν από 5000 χρόνια, ήταν η ομοφυλοφιλία. Βλέπετε οι δεινόσαυροι δε γνώριζαν ότι το ντιντιλίκι είναι αμαρτία, κι έτσι αποφάσισαν να το αφήσουν να οργιάζει ασύδοτο. Στο τέλος, η εξάπλωση του οδήγησε στην ανικανότητα αναπαραγωγής και στον αφανισμό του είδους. Μη περιμένετε βεβαίως να τα μάθετε αυτά από τα συστημικά ΜΜΕ... (Η αθεία είναι ψυχική νόσος).

Ντιντιλίκια μεταξύ δεινοσαύρων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του Smartphone. Έχει το πλεονέκτημα ότι εξελληνίζει τον ξενισμό ομαλά, και χωρίς να φαίνεται τόσο αστειατόρικη χαριτωμενιά, όσο το εξυπνόφωνο, όπου και παραπέμπω για τα περαιτέρω. Ωστόσο, δεν είναι και τόοοσο διαδεδομένη, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, μάλλον προτιμάται ο ξενικός όρος.

  1. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το free wi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία. (Εδώ).
  2. Χτες ή προχτές μου έδειξαν οι κόρες μου ένα παιχνίδι κουίζ για το σμαρτόφωνο, για το οποίο είχα ήδη ακούσει να γίνεται λόγος χωρίς όμως να ασχοληθώ. (Εδώ).
  3. κι ένα QR code με link σε κάποιο ντόπιο site μας που να μπορεί να το σκανάρει τουρίστας με σμαρτόφωνο και σύνδεση στο ιντερνέτι. (Εδώ).

Τόση εξυπνάδα μαζεμένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified