Further tags

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα σαγόνια, τσαούλια ή μασέλες. Το λέμε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν θέλουμε να του δείξουμε τον θυμό μας γιατί μας παρενοχλεί την ώρα που εκτελούμε μια σημαντική εργασία που χρειάζεται συγκέντρωση. Συνήθως υψώνουμε απειλητικά το χέρι στο ύψος του προσώπου, από την ανάποδη πλευρά της παλάμης (κόκαλα).

Θα σου ρίξω μια μες τα καπάνια με τα κόκαλα και θα στα σπάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αυτό είναι φόρος τιμής στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα. Ο θεσμός της ηχογράφησης ακραίων συνομιλιών στο τηλέφωνο και της αντεργκράουντ κυκλοφορίας τους μας συνδέουν απ' όσο ξέρω μόνο με τους Σέρβους.

Πρωτόγονη μορφή αυτής της κατάστασης είναι το αισχρό μπινελίκι, βλέπε τις φάρσες των Πατρινών και του Λέντη. Αν θυμάμαι καλά, γιατί έχω καιρό να τ' ακούσω και το κοπρόσκυλο που είχε τα άπαντα και ακόμα παραπάνω έχει κατέβει, ο Λέντης έβαζε και λίγο σάλτσα, αλλά η ουσία εξαντλούνταν τελικά στο δημιουργικό μπινελίκι.
Με τούτα και με τ' άλλα φτάνουμε στον Φουσέκη που έκανε την τομή στην ελληνική τηλεφωνική φάρσα, εισάγοντας τον τιραμισουρεαλισμό και περιορίζοντας αισθητά το μπινελίκι, χωρίς όμως να το εξαφανίζει. Εκεί, λοιπόν, που στοιχείο προόδου θεωρούνταν απλώς και μόνον το να συνομιλήσει ο φαρσέρ με κάποιον του οποίου το ποιόν γνώριζε εκ των προτέρων και γι αυτό ήλεγχε την κουβέντα, ο Φουσέκης περνάει στο επόμενο στάδιο του να καταφέρει να τον καλούν τα θύματα της φάρσας ή να καλεί υποβρύχιο, αλλά δεν μένει μόνο εκεί. Οι διάλογοι στις φάρσες του ξεπερνούν το ό,τι να 'ναι κατά πολύ, ενώ, όπως άλλωστε και στους πατρινούς, του αναγνωρίζουμε το θάρρος της δημοσίευσης φαρσών όπου τελικά βγαίνει χαμένος, τουλάστιχον ηθικά, πχ η κυρα-Όλγα και ο τύπος με τα φιλοσοφικά.

Οι διάλογοι από αυτές τις φάρσες αναπαράγονται συνολικά ή κατακερματισμένοι, παίζουν συστηματικά ως καθιερωμένες γειώσεις, μπορεί να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό στην συζήτηση ή απλώς να ικανοποιούν την καΐλα κάποιου πηδώντας την κουβέντα, αλλά τα βασικά και απαράλλαχτα συστατικά είναι δύο. Η θρησκευτικά πιστή αναπαραγωγή της στιχομυθίας και η εμμονή στην μίμηση του ύφους των συνδιαλεγομένων. Αν δεν τό 'χεις, απλά μην αποπειραθείς να πεις τις ατάκες γιατί θα γίνεις αντικείμενο χλεύης από τους γνώστες.

Η επιλογή των φράσεων εξαρτάται ελαφρά από την παρέα, αλλά τελικά όσοι ασκούν το άθλημα φτάνουν να ξέρουν τα πάντα απ' έξω, οπότε το ζήτημα εξελίσσεται σε διαγωνισμό καΐλας και συσσώρευσης άχρηστης πληροφορίας.

Το περιεχόμενο που τους δίδεται μπορεί επίσης να ποικίλλει. Πουχού, αρκετός κόσμος που ξέρω στη Λευκάδα χρησιμοποιεί το Νίκος Κούκος ως συνώνυμο του άλλ' αντ' άλλων.

Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι παρανοήσεις που οφείλονται εν μέρει κρίσμας στην κακή ποιότητα της ηχογράφησης, και γενικά γίνονται αντικείμενο διαφωνίας, αλλά όχι χλεύης. Νομίζω, δηλαδή. Επί παραδείγματι, επιμένω να λέω «κωλοτρυπιδότος», αντί του «κωλοτρυπιδάτος», επειδή δεν είναι καθαρό στην κασέτα και έτσι το έμαθα, αλλά και επειδή κάνει κάτι μετά-.

Τελευταίο κεφάλαιο στις φάρσες ήταν το περίφημο «τέλος» με πολλές ατάκες που έκαψαν για καιρό το πανελλήνιο, ο τύπος όμως δεν έκανε καριέρα και το σταμάτησε εκεί.

Άλλος διάττων αστήρ του αθλήματος, με μικρότερη εμβέλεια είναι ο τύπος με τα γιουσομούρια στο βιντεάκι, ο οποίος μετράει περισσότερο για το σκηνικό και το σλανγκορυχείο, αλλά και την μίμηση καγκουριάς σπουδαίας και τελείας, παρά για τις ατάκες που θα μείνουν κλασσικές.

Ο Βάγγος, ο Βάγγουρας, με την πουτσάρα τη νά!

χτύπα τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου.

Καρκινιάρη άντρα!

Σαπιοκωλάνια άντρα! (ξέρω, λέει σαπιοκωλάκια, αλλά τα είπαμε στον ορισμό αυτά.)

Παλιοπούμαρο. (κι εδώ λέει παλιοτόμαρο, αλλά νταξ.)

Θα σου κρεμάσω τ' αρχίδια στην πλατεία Γεωργίου.

Θα μου κλάσεις τα παπάρια αυτή τη στιγμή.

Σου γαμώ το μού το μουνί της μάνας σου.

Γελάκια, γελάκια; Γελ-α γαμήσου παλιοπούστη!!

-Ίσως. Ίσως να είναι κι απ' τα τσιμπούκια που κάνj' η αδερφή σου.
-Ε, γιατί γαμιέσαι απ' τον κώλο μωρέ κυρα-Όλγα;
-Καλά κάνω, μ'αρέσειιιι!

Ο Παναγιώτης εγάμηγε τη μάνα σου, την αδερφή σου, το σόι σου ολόκληρο.

Ο Παναγιώτης με τις διακόσες χιλιάδες τις έφαγε, πήρε αυτοκίνητα, το κάθε τι.

Εσείς γαμιόστε κούμπαροι και ΣΙΑ.

Εμένα το μουνjί μου είναι γαρύφαλλο. Εσάς τ' αρχίδια σας έχουνε πιάσει σκουλαμέντρα.

-Ρε, πες μου ρε μαλάκα μαγαζί.
-Ρε νά, ρε, σου λέω. Στο Ωλ Σταρ, στο μπαρ Γυρή.

Πώς σου φάνηκε αυτό.

Φέρε και το μαχαίρι σου μαζί.

Εσύυυυυυυυυυυυυυ! Μα, εσύ είσαι άντρας μ' αρχίδια και φοβήθηκες το κρύο;; Χαχαχαααα, τί ωραίος που είσαι μαλάκα!

Σύνελθε, ρε, καλά είσαι ή να βάλω τις φωνές;

Θυμάσαι που σε γάμαγα κι έλεγες Χριστός ανέστη;

Ο Κατσουράνης σε γαμεί;

-Λοιπόν, πούστη. Δω' μου την...τέτοιανε. Τη Μαρία.
-Άσ' τα φιλοσοφικά.

Χίλια δεν θα φτάσουν!

Τα λεφτά θα γίνουνε καλαμπόκι και κάστανα, και θα πάνε στη Ρουμανία.

Τι νομίζετε ότι είναι η Ρουμανία, κύριέ μου; Άγιος Παντελεήμονας;

Πίτσα με φυστικοβούτυρο.

Τα δεύτερα.

Για συνδέστε, για συνδέστε.

Νίκος Κούκος.

-Τι λες, παιδάκι μου, είσαι μεθυσμένος;
-Δεν είμαι μεθυσμένος, απλά είμαι νταής.
-Δε νομίζω η κόρη μου να κάνει παρέα με νταήδες.
-Το τι κάνει η κόρη σου άσε να το ξέρω εγώ καλύτερα, μωρή πουτάνα!

-Δε μου λες, μαστουρωμένος είσαι, καραγκιόζης είσαι, τι είσαι.
-Μαστουρωμένος και καβλωμένος.

Κύριος Άγγελος από Λιβανάτες.

Τον τσίμπησε μπάμπουρας.

Έχεις ήδη χάσει τη θέση σου.

Όχι βέβαια.

Πίνετε τσικουδιά;

Έχετε παρουσιάσει συμπτώματα λιγκοδίας;

-Από αυνανισμό;
-Ε, δεν ξέρω, υπάρχει.

Κερδίζετε έναν δονητή δύο εκατοστών.

Άλφα ρε γαβγάβ!

-Είμαστε ΈΚΑ.
-ΈΚΑ δεν είσατε;
-Ναι
-Ωραία.
-ΈΚΑ είσατε, έτσι;
-Ναι, ΈΚΑ είμαστε.

Σ' έχω μπανίσει ότι κάνεις μαλακίες.

Ποιο γάλα ρε κατσικοπόδαρε;

Έχει μπλέξει σε σπείρα με σπουργίτια.

Πόρνη!!!

-Αυτή τη στιγμή έγινε κάποια ειζγωρεί ή εισχωρεί σε κάποιο ηλεκτρονικό υπολογιστικό σύστημα;
-Χεχεχε, ακριβώς, σας φακελώσαμε.
-Μάλιστα. Ξέρετε, γιατί εγώ ασχολούμαι με τις ταβανόπροκες.

Πες μου πού είσαι και τι κάνjεις, τέλλλος.

Πες μου ότι είσαι άτριχος, αυτό μόνο.

Είμαι στον όνγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified