Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».
Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.
Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».
Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.
Βλ. και ψειρού
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιτρέψτε μου να το θεωρώ γνήσια ελληνική slang. Μόνο εμείς έχουμε την απίστευτη ικανότητα να «σκοτώνουμε» ξένες γλώσσες τόσο πετυχημένα.
Στο δια ταύτα, ενώ όλα τα αμερικάνικα σαντουιτσάκια που σαβουρώνουμε σε διάφορα φαστφουντάδικα (τα οποία είναι ό,τι πρέπει για μια καλή μάσα), ξέρουμε να τα λέμε μια χαρά (π.χ. Cheeseburger-->Τζηζ μπέργκερ, Chickenburger-->Τσίκεν μπέργκερ κ.ο.κ), το κλασικό Hamburger (το οποίο προφανώς έπρεπε να λέμε Χαμ μπέργκερ) έχουμε αποφασίσει να το κάνουμε μία λέξη (εν μέρει φυσιολογικό, εφόσον οι λέξεις χαμ και μπέργκερ έχουν κοινό το μ, οπότε υπάρχει μία κρυφή απόστροφος) και να αλλάξουμε το πρώτο ε με ου. Για το τελικό αποτέλεσμα δείτε το παράδειγμα...
Σημειώνω ότι η λέξη αυτή, αποτελεί παράδειγμα της τάσης που έχουμε να διαβάζουμε το γράμμα u του αγγλικού αλφάβητου ως ου σκοτώνοντας ουκ ολίγες λέξεις.
-Τι θα θέλατε παρακαλώ;
-Ένα κλαμπ, 2 φις μπέργκερς, 1 τζηζμπέργκερ και 1 χάμπουργκερ.
-Αμέσως κύριε...
Σχετικό: χαμπουργκέρ
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.
Άρθρο του Ριζοσπάστη:
Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.
Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη:
«Θα τους πάρω με το ματσούκι!»
Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.
Got a better definition? Add it!
Λέξη πιθανότατα βενετικής προελεύσεως, με λατινική όμως ρίζα [λατ. gubernum, «κυβέρνηση»] περιγράφει την κρατική εξουσία, την πολιτεία που διατηρεί το μονοπώλιο άσκησης νόμιμης βίας, στα όρια της συντεταγμένης πολιτείας.
Συνήθως χρησιμοποιείται με ειρωνική ή αρνητική χροιά και αναφορά στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Άρθρο εφημερίδας:
Η Eurobank «βγάζει δόντια» στο... γκουβέρνο
Ίσως μία από τις πιο... «γαργαλιστικές» των τελευταίων ετών, με αυτά που λέει αρκούντως… διπλωματικά, ήταν η συνέντευξη του εικονιζόμενου κ. Νίκου Καραμούζη στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής. Απαντώντας στις ερωτήσεις των συναδέλφων, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Εurobank… «έσφαξε άγρια, αλλά με το βαμβάκι».
Είναι έξαλλοι, επειδή πιστεύουν, και σωστά, ότι αυτοί έφτιαξαν το γκουβέρνο, αυτοί το στήριξαν, από Μικρασία έως Ουκρανία, και το γκουβέρνο που αποτελείται από τους ίδιους, τους πούλησε. Δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει γκουβέρνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν μόνον κομπραδόροι που γουστάρουν την κατάστασή τους. Μιά κερασιά, φορτωμένη τριάντα κιλά κεράσι γιά φίλημα, ακόμη κι άν ο μεγαλύτερος αγύρτης το πουλήσει είκοσι ευρώ το κιλό, παράγει όσο ένα λεπτό δουλειάς ενός ημιπολυτελούς άνκορμαν. Αλλού είναι τα λεφτά, τελεσιδίκως.
Got a better definition? Add it!
Ηθοποιός ζεν-πρεμιέ (συνήθως) του Χόλιγουντ, που αποδομεί ευκαιριακά την αρρενωπή του περσόνα, υποδυόμενος τον γκέι, προκειμένου να αδράξει τις τιμές της σινε-κοινότητας για το ανδραγάθημα, και στην τελική να αποσπάσει Όσκαρ. Συχνά, φροντίζει αμέσως μετά να παίξει έναν πολύ μάτσο ήρωα, για να μην του βγει το όνομα. Λ.χ. ο αείμνηστος Heath Ledger έπαιξε τον Καζανόβα στο καπάκι του Brokeback Mountain, κι ο Philip Saymour Hoffman έπαιξε τον μάτσο κακό του Mission Impossible στο καπάκι του Capote. Το να παίζεις βέβαια τον πούστη κι αμέσως μετά τον μάτσο δεν είναι απαραιτήτως πουστιά, είναι και υποκριτική πρόκληση.
Διάσημοι οσκαρόπουστες (με την ευρεία έννοια):
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της σαύρας.
Προσωπικά άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Η ετυμολογία μού είναι άγνωστη, σημειώνω πάντως ότι η ίδια λέξη υπάρχει και στα Σέρβικα [σερβ. гуштер - guster] και μεταφορικά χρησιμοποιείται στο στρατό για να περιγράψει τον γνωστό σ' εμάς «ψαρά», βλ. λήμμα ψαράς.
Συχνάκις ακούγεται και στο υποκοριστικό, γουστερίτσα.
Σχόλιο ιστολογίου: Γουστερίτσα που λιάζεται. Πρώτα πρώτα το σαμιαμίδι ή μολυντήρι που λες, είναι ξασπρισμενο, ροζουλιασμενο, σαν κάτι που δεν το βλεπει ο ήλιος,ανατριχιαστικό, με τα αγγεία του να φαινονται, μπλιααααααααχ. Και ζει πάντα στο σκοτάδι ,ή στη σκιά. Αυτο ειναι γουστερίτσα του θεού, χρωματιστή και κοτσονάτη. Η μαντάμ κάνει ηλιοθεραπεία.
Επιστημονικό κατάλογος από το διαδίκτυο:
Podarcis muralis: Γουστέρα Κοινή
Podarcis taurica: Γουστέρα του Ταύρου
Podarcis milensis: Γουστέρα της Μήλου
Podarcis peloponnesiaca: Γουστέρα της Πελοποννήσου
Got a better definition? Add it!
Ό,τι και το Παλαιοκώστας airlines.
Ο από μηχανής θεός, που περιμένουμε να έρθει εξ ουρανού και να μας βοηθήσει να δραπετεύσουμε από το οποιοδήποτε αδιέξοδο.
Ασίστ: Αυτοκτονημένος ελικόπτερο-επαΐων.
- Πήρε δανειοδάνειο για να ξεπληρώσει το πουτανοδάνειο. Μετά πήρε μπουζουκοδάνειο για τα μπουζούκια και για να ξεπληρώσει το υπόλοιπο δανειοδάνειο. Μετά πήρε στριπτητζοδάνειο για το στρηπτιτζάδικο και για να ξεπληρώσει το μπουζουκοδάνειο. Μετά πήρε διακοποδάνειο για τις διακοπές και για να ξεπληρώσει το στριπτητζοδάνειο. Μετά πήρε άλλο ένα δανειοδάνειο, για να ξεπληρώσει όλα αυτά μαζί.
- Και τώρα;
- Τώρα περιμένει το παλαιοκωστελικόπτερο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοκάρι λέγεται και το πολύ μικρό κρεμμυδάκι (πλάτος περίπου 2 εκ., μήκος περίπου 3-4 εκ.) - προτιμάται για την παρασκευή ενός καλού στιφάδου...
(Τα κοκάρια μέχρι στιγμής τα έχω συναντήσει μόνο στη Μυτιλήνη).
Κυρ Μανώλη βάλε μου μισό κιλό κοκάρια θα φτιάξω στιφάδο σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αυτί στα καλιαρντά.
Εξ ου και οκιάζω.
Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!
Επίσης λέγεται και λούπαρα.
Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!
Got a better definition? Add it!
Χαντάκωμα, μπιφτέκωμα. Φαινόμενο δηλαδής, κατά το οποίο ο φαντάρος του χ λόχου, που είναι 481 (το σήμερα εννοείται) πριν απολυθεί. Έχει Καλλιόπη, μετά χόκεϊ επί λίπους (μαγειρία) και το βράδυ βάρδια στην πύλη. Συνήθως η μέρα είναι Παρασκευή, και την άλλη μέρα έρχεται και ο χ συνταγματάρχης για επιθεώρηση.
- Εσένα σε βλέπω παρφουμαρισμένο ρε Καραμήτρο. Πάλι έξοδο ρε ψάρακα;
- Ναι ρε Μπουρδάνο, εμένα όλο άδειες μου δίνει ο Τζουνάκος. Μπουζούκια κι έτσι. Εσύ;
- Εγώ πάλι πήξιμο.
Βλ. και σχετικά λήμματα πήζω, έχει πήξει το μουνί μας, πυξλαμούν
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified