Further tags

Ύστερα από την εισβολή των τροϊκανών, ασημικά είναι η περιουσία του Δημοσίου που καλείται να εκποιηθεί (κατ' άλλους να «αξιοποιηθεί», στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν τα καταφέρουμε), προκειμένου να καλυφθεί μέρος του δημοσίου χρέους. Η μεταφορά είναι προφ από το ζευγάρι ή οικογένεια που, σε δύσκολες στιγμές, όταν δεν έχει τι άλλο να δώσει, εκποιεί τα οικογενειακά ασημικά, προικιά κ.τ.λ. για να σωθεί. Τα ασημικά, όταν μιλάμε για μια χώρα βέβαια, είναι γαίες, ακίνητη περιουσία, κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, πακέτα μετοχών και πολλά άλλα. Το κάψαμε το λίπος πατριώτη!

  1. «Ασημικά» αξίας 50 δις ευρώ πουλά η κυβέρνηση. (Δες).

  2. Η συνταγή του ΔΝΤ: Σε δανείζω, δεν πληρώνεις, πουλάς κοψοχρονιάς και αγοράζω τα ασημικά.. (Δες).

  3. Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια (γιατί τ' ασηµικά δεν έφτασαν) (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμαχισμός δια δαγκώματος του κατεργασμένου χασίς (μαύρο), ο οποίος ισοδυναμούσε με πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης (πώληση ή ανταλλαγή ή χάρισμα) του χασίς. Σλανγκιά που δεν πολυχρησιμοποιείται πια, είναι dated, καθώς υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τεμαχισμού.

- Πόσο θες για μια δοντιά από αυτό;
- Φίλε είναι καϊνάρι, για σένα ένα δεκαρικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει στυλ ανθρώπου, το οποίο κυρίως δεσπόζει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και χαρακτηρίζεται από τεχνητό και επιτηδευμένο σκανδαλισμό για φριχτά πράγματα που ανακαλύπτει όψιμα ενώ τα ήξερε και αυτός και όλοι. Είναι, δηλαδή, ό,τι και ο τσιαμτσίκας, με τον κλασσικό αποδομένο από τον Μητσικώστα διάλογο:

- Πέφτω από τα σύννεφα, Νίκο Τσιαμτσίκα!
- Έτσι όπως τα λες, Νίκο Ευαγγελάτο...

Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να καταχωρισθεί, δεδομένου ότι υπάρχουν μόλις τρία διαδικτυακά ευρήματα (όλα στον Πληθυντικό), και τα εις -ακιας εγείρουν ζήτημα ως προς την καταχωρισιμότητά τους, πάντως περιγράφει πολύ υπαρκτό φαινόμενο.

  1. ΟΙ ΠΕΦΤΟΣΥΝΝΕΦΑΚΗΔΕΣ
    Ακούω αυτές τις ηχηρές εκπλήξεις – απορίες στον περίγυρο για την κατάσταση και απορώ. ΄Ολοι πέφτουν από τα σύννεφα για ό,τι πληροφορούνται. Εκπλήσσονται για τη θέση της ελληνικής εκπαίδευσης, για τη Δημόσια Υγεία, για τις φωτιές, για το ξήλωμα του Ζορμπά, για την έλλειψη νερού, (40 φράγματα εμείς έναντι 300 της Αλβανίας), για το σκουπιδαριό, τις ελληνικές χωματερές (όλα τα άλλα κράτη εφαρμόζουν την ανακύκλωση) για το ελλειμματικό ισοζύγιο (όμως εισάγουμε από την Κίνα μέχρι και σκόρδα), για την κατάσταση της οικονομίας (χρωστάμε 242 δισεκατομμύρια όταν ο προϋπολογισμός κλείνει με 80 δις και τα έσοδα του Δημοσίου είναι μόλις 50 δις. (Εδώ).

  2. Τα τερατωδη λογια της λειτουργησαν σαν ερεθισμα που περασε το κατωφλι της μεροληψιας με αλλα λογια. Και γινατε ολοι πεφτοσυννεφακηδες. Παρ\' ολα αυτα δεν λειτουργησε σαν εναυσμα για αναδρομη σε συμπεριφορες του παρελθοντος. (Εδώ).

  3. - Ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα σωματεμπορίας εξάρθρωσε η Αστυνομία που συνέλαβε 8 άτομα που έφερναν από τη Ρουμανία ανήλικες κοπέλες και τις έβαζαν να δουλεύουν διπλοβάρδιες σε οίκους ανοχής. ''Θέλω από την καθεμία από εσάς χίλια ευρώ την ημέρα'' ήταν η απαίτηση του προαγωγού αλλά και οι μοναδικές ελληνικές λέξεις που με ξύλο και βιασμούς έμαθαν οι ανήλικες Ρουμάνες που έρχονταν στην Ελλάδα να δουν λίγο φως και συνήθισαν στο ημίφως του οίκου ανοχής που ήταν κλειδωμένες.
    - Τι ακριβώς σου έκανε εντύπωση;[...] Όλοι πεφτοσυννεφάκηκες είναι τελικά. (Εδώ).

(από Khan, 16/02/11) Ο πεφτοσυννεφάκιας Φαέθων, έργο του Rubens. (από Khan, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ουσιώδεις πληροφορίες, το παρασκήνιο ή τα κουτσομπολιά που εντοπίζονται κάτω από την επιφάνεια μιας γενικότερης πληροφορίας, κάτω δηλαδή από αυτό που εμφανίζεται επισήμως.

Κάποιοι το χρησιμοποιούν με την έννοια του μειονεκτήματος. Τραβηγμένο (ή από λάθος), αλλά θα κόλλαγε, εφόσον κάτι μη εμφανές και παρασκηνιακό είναι και βρώμικο ή προβληματικό (έλα, σας έκανα και ρίμα).

Από το γαλλικό dessous (από κάτω) και όχι από το dessus (της επιφανείας), αλλά επειδή και τα 2 προφέρονται στα ελληνικά «ντεσού», γίνεται γαμώ τα ρδεμπέματα, βλ. τελευταίο παράδειγμα, αρ. 6.

  1. - Τα έμαθες; Η Μιμίκος και η Μαίρη παντρεύονται.
    - Πώς; Αφού μισιούνταν!
    - Εμ, έπεσε έρωτας.
    - Δε μπορεί, πρέπει να μάθουμε τα ντεσού της ιστορίας. Κάτι παίζει εκεί.

  2. Τα «ντεσού» μιας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου
    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΠΑΕ Παναθηναϊκός για να κλείσει η ταμειακή τρύπα είναι κάτι που αναμενόταν και είναι εντελώς ανεξάρτητο της διάθεσης συμμετοχής του καθενός εκ των μετόχων. Γεννά, όμως, μια σειρά ερωτημάτων στα οποία απαντά ο Δημήτρης Κριτής. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης έχει το ρεπορτάζ από το ΔΣ.

  3. Τα ντεσού ενός προξενιού
    Από τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Φ. Κουβέλη για συνεργασία στο Δήμο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στα πρόσωπα του Γ. Καμίνη και του Γ. Μπουτάρη, ξεκίνησαν τα σενάρια για το μέλλον των σχέσεων ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη Δημοκρατική Αριστερά.

  4. Το ντεσού από το δείπνο με τον Μαρινάκη
    Το βράδυ της Δευτέρας (17/1), ο Βαγγέλης Μαρινάκης παρέθεσε δείπνο στους δημοσιογράφους -ρεπόρτερ- του Ολυμπιακού και κατέθεσε τις σκέψεις του για την ομάδα του Ολυμπιακού, τις μεταγραφές, τον Μιραλάς, τον Βαλβέρδε, αλλά και για τον Πατέρα.

  5. Τα <<ντεσού>> από το show της Βίσση στον Alpha

  6. διάλογος στο νέτι:
    Έχω έναν φίλο.Κέρδισε 100.000 ευρώ σε ένα παιχνίδι.Δεν το ξέρει κανένας παρά δυο-τρεις.Ένας κολλητός του εγώ κι άλλος ένας(;).Μου είπε ότι άλλαξε η ζωή του.Τον έκοψα όχι απλά χαρούμενο αλλά αποφασισμένο.Τρέχει και δεν φτάνει.Είχε και χρέη και τώρα φαντάζει ανακουφισμένος.Το μόνο ντεσού είναι ότι αρχίζει να αναθεωρεί την σχέση του.
    ...
    γνωρίζονται μεταξύ τους; να τους γνωρίσετε. το μόνο ντεσού είναι ότι θα αρχίσουν να αναθεωρούν την σχέση με τα λεφτά.
    τι είναι το ντεσού;
    ...
    Ντεσού:στα γαλλικά de choux=κατάγεται απ΄τα λάχανα=ελληνική ερμηνεία:σιγά τα λάχανα. (Σς: εδώ ελπίζουμε ότι κάνει Βρασταμάνειο πλάκα. Γιατί αφού ξέρει πώς λέγεται το λάχανο στα γαλλικά, ε, θα ξέρει και το σωστό)
    ...
    Εγώ ήξερα ότι το ντεσού είναι μειονέκτημα.
    ....
    Με αναγκάζετε να γίνω πάλι σπαστικός!
    Τα ντεσού(γαλλικά dessus)είναι τα από κάτω,τα κρυφά.Δεν είναι οπωσδήποτε μειονεκτήματα.Τα ντεσού μιας υπόθεσης πχ δεν είναι τα μειονεκτήματά της αλλά τα κρυφά της στοιχεία.Μάλιστα όπως το προφέρουμε στα ελληνικά σημαίνει ακριβώς το αντίθετο(dessous=τα από πάνω,τα φανερά).
    (Σς: άλαν ντάλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό πλάσμα της αρχαιότητας (λατινικά Onomus Tsintobis).

Διασώζονται μαρτυρίες και περγαμηνές από τον αρχαίο πολιτισμό των Αιγυπτίων, που περιγράφουν επιθέσεις ενός περίεργου άγριου πλάσματος με πορφυρά μάτια επιτίθετο στα χωριά στα οποία παράγονταν ζεστό ποτό με βύνη και λυκίσκο (ανάλογο της μπίρας). Ζούσε κυρίως στις κορυφές των βουνών, αλλά η μυρωδιά της μπίρας το έλκυε από χιλιόμετρα μακρυά.

Αναφορές παρόμοιων επιθέσεων υπάρχουν και στη σύγχρονη ιστορία για παρόμοιο πλάσμα το οποίο αδειάζει οικιακά ψυγεία με οινοπνευματώδη ποτά. Σημαντικότερη η γνωστή ιστορία δύο νέων οι οποίοι προσπάθησαν μάταια να παγιδεύσουν το τσίντοβα ποτίζοντας το με κόκκινο κρασί και μετά ταΐζοντας το καυτό τραχανά (τον οποίο απέβαλλε) για να το αφήσουν αναίσθητο.

Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούμε την έκφραση «όνομα τσίντοβα» για να τρομάξουμε και να συμμορφώσουμε άτακτα παιδιά ή κατοικίδια ζώα. Η τεχνική αυτή πραγματοποιείται κρύβοντας το χέρι μέσα στο μανίκι μας, δημιουργώντας έτσι μια αυτοσχέδια μαριονέτα και τσιρίζοντας τσίντοβα.

  1. Αἰγύπτιοι δὲ οἰκηιοῦνται Καμβύσεα, φάμενοί μιν ἐκ ταύτης δὴ τῆς βύνης, Όνομαν Τσίντοβον γίγνέσθαι.
    (Ηρόδοτος)

  2. - Έχουμε καμιά μπίρα στο ψυγείο.
    - Όχι τις πήρε όλες το τσίντοβα.

(από chrismegas, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεκές είναι ο βραδύγλωσσος. Δημιουργία του όρου από την εγγενή δυσκολία των ανθρώπων αυτών στην εκφορά συνδέσμων και αρχής των λέξεων. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός το δίχως άλλο.

- Ρε συ αν πιει κάνα μανιντού ο Χατζηνικολάου θα γίνει κεκές;; Μιλάει τόσο αργά που νομίζεις πως θα κεκεδίσει.

Όλα τα λεφτά ο κεκές στο τέλος των ρεφρέν. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.

  1. Η κουράδα, όταν δεν θέλουμε να το πούμε ωμά. Περισσότερα επ' αυτού έχει πει ο Πάτσης στο λήμμα σκατούλες.

Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.

  1. Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.

  2. Συνώνυμο της απαυτούλας.

  3. Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.

  1. Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!

  2. Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.

  3. (Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
    - Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...

  4. Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.

Όλα, πλην του 3, από το νέτι.

Μετά το 1.55 ωλ τάιμ κλάσικ χρήση της σκατούλας από Χάρρυ Κλυνν, ακόμη πιο επίκαιρη επί Παπανδρέου υιού. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ολυμπιακού, ή ένας οπαδός του Ολυμπιακού, λόγω του σήματος της ομάδας που είναι ένας δαφνοστεφανωμένος έφηβος. Χρησιμοποιείται και από τους οπαδούς της ομάδας για να δοξάσουν τον έφηβο που μεγάλωσε και από τιμημένο νιάτο έγινε περήφανο γηρατειό, αλλά και από αντιπάλους που δίκην παιδεραστών φιλοδοξούν να γαμήσουν τον έφηβο.

  1. Ένας έφηβος 86 Μαρτίων.
    Το βράδυ της Τρίτης 10 Μαρτίου του 1925, στην ταβέρνα του Μοίρα, μια παρέα από επιφανείς παράγοντες και αθλητές του Πειραιά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Από την ένωση δύο σωματείων της πόλης γεννήθηκε ο Ολυμπιακός, μια ποδοσφαιρική ομάδα που ακόμη γράφει ιστορία στην Ελλάδα και τον κόσμο.
    Ιχθύς με Ωροσκόπο στο Σκορπιό, ζευγάρωσε το όραμα με το πάθος, το αθλητικό ιδεώδες με το «ταν ή επί τας» [...]
    Οι φίλαθλοι του, άνθρωποι του μόχθου στην πλειοψηφία τους, εκφράζονται αρχικά από τη Σελήνη στην Παρθένο, σε ένα ζώδιο δηλαδή που συνδέεται ευθέως με την εργατική τάξη. Ταπεινή αφετηρία αλλά ένδοξη συνέχεια. Το μεγάλο τρίγωνο της Σελήνης με το Δία και τον Άρη στον Ταύρο, ένα σχήμα που θα ζήλευε κάθε πολιτικός και κάθε σταρ, παράγει αγωνιστικό πνεύμα, επιτυχίες και υψηλούς δείκτες δημοφιλίας. Και η αντίθεση της με τον Ουρανό προδίδει την ...τρέλα που κουβαλάει κάθε «γάβρος» για την «ομαδάρα του». [...]
    Και η Δήμητρα στον Ταύρο όμως, ένας ακόμη αστρολογικός δείκτης της σχέσης με το κοινό, έβαλε το λιθαράκι της στην ατελείωτη δόξα του Ολυμπιακού. Κι αυτή υπερτονισμένη σε τρίγωνο με το Δία, τον πιο πληθωρικό και γαλαντόμο από όλους τους πλανήτες και σε σύνοδο με τον επίσης έντονο Άρη διαμόρφωσε το δυναμικό προφίλ που χαρακτηρίζει τόσο την ομάδα όσο και τους φιλάθλους της.
    Ο Ολυμπιακός είναι γνωστός για το πείσμα και τον «τσαμπουκά» του κι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να χάσει ποτέ. Και όπως συμβαίνει συχνά με τους Σκορπιούς είτε θα τον ερωτευθείς παράφορα, είτε θα τον μισήσεις.

  2. α. Η ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΦΑΕΙ ΤΟ ΞΕΣΚΙΣΜΑ. ΚΩΛΟγαυροι ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΟΥΜΕ-ΤΕΛΟΣ. (Παοκμάνια τζη αρ).

β. o efivos megalwse mounia ths manas i mouna egine na kai esy gia mia zoi tha eisai poustaras gamietai o thrilos kai o peireas me adia xeria irthate ksana mou thelate eurwpi remounia palio poutanas gie aiwnia lage ta 5 den tha ftasete pote!!!!!!! (Εδώ).

(από Vrastaman, 10/03/11)Η εκδοχή των αντιπάλων του Ολυμπιακού. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified