Further tags

Η ατάκα, το γνωμικό που πετάει κάποιος στον προφορικό ή τον γραπτό του λόγο. Χρησιμοποιείται τόσο με την καλή (βλ. 1ο παράδειγμα) όσο και με κακή (βλ. 2ο παράδειγμα) έννοια.

Στις παρυφές της slang, αλλά κουτουτουμουγού αρκούδως παιχνιδιάρικο για να αναρτηθεί.

Εκ του λατινικού citatus (γρήγορη αναφορά).

- Ποιος το είπε εκείνο το ωραίο τσιτάτο...Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς... ο Γκάντι με φαίνεται! (εδώ)

- Βλέπω λοιπόν σήμερα το ίντερνετ να έχει γεμίσει σπυριάρηδες αγάμητους έφηβους, οπλολάγνους «χτισμένους», ομοφοβικούς «ελληνόψυχους», αμαθείς παπαγάλους εθνικιστικών αναμασημάτων που οργώνουν τα φόρα και τα μπλογκ προβάροντας την προβιά μίας ντεμέκ επαναστατικότητας με δανεισμένα σοσιαλιστικά τσιτάτα και με καθαρά ναζιστική φορά, να ωρύονται για προδότες, να οργανώνουν πογκρόμ μεταναστών, να κάνουν «ντου» σε αντιρατσιστικές συναντήσεις, να διαβάζουν σαν ευαγγέλιο κάτι σκατόγερους που γλείφαν τη χούντα και σκέφτομαι πως όλο το γαμημένο σύμπαν έχει στήσει μία stand-up comedy μαύρου χιούμορ. (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιό (όπου, στα χρόνια της κατανάλωσης το πολύ παλιό μπορεί να είναι και 5 ετών μόνο), τόσο που θυμίζει αρχαιολογικό εύρημα.

- Τα παπούτσια είναι μεγειά;
- Όχι καλέ!!! αρχαιολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο λίπος στο κάτω μέρος του μπράτσου μιας μεσήλικης και εύσωμης γυναίκας.

Προέρχεται από την εικόνα της εν λόγω κυρίας στην παραλία να φωνάζει στον γιο της τον Γιαννάκη να μην πάει στα βαθιά, και να του κουνάει το χέρι με αποτέλεσμα το λίπος να πηγαίνει δεξιά αριστερά.

Κοίτα έναν γιαννάκη που έχει αυτή η θειά. Είναι τεράστιος!

(από ironick, 06/12/12)(από ironick, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πικρός (συνήθως για ροφήματα). Ως γνωστόν τα περισσότερα δηλητήρια έχουν πικρή γεύση. Έτσι η Μητέρα Φύση μας προστατεύει από το να τα φάμε ή να τα πιούμε.

Τι καφές είν' αυτός! Δηλητήριο! Δεν έβαλες ζάχαρη;

(από Khan, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή γαυγικό: ο σκύλος.

Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.

- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να σημαίνει και κάποιο χαρτόσημό ή άλλο έγγραφο που ξεκωλωθήκαμε από υπηρεσία σε υπηρεσία για να το πάρουμε.

Το πήρα επιτέλους το ξεκωλόσημο και τελείωσα με την χαρτούρα. Άιντε τώρα να δούμε πότε θα βγει η σύνταξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ρουστίκ εκδοχή της ψωλής. Εκσλάνγκευση του επινοημένου αρχαϊκού ψωλάριον.

  1. Και μονομιάς τον πέταξε καταγής (ολότελα αδιαφορώντας για τον Ντάντε που παραδίπλα κοίταγε κοκαλωμένος) κι έπεσε πάνω του ουρλιάζοντας, χουφτιάζοντας το ορθωμένο το ψωλάρι του

  2. έχεις το ζωνάρι (συγνώμη το ψωλάρι) σου λυμένο για καυγά...

  3. Ρε Χάρη. Κρύβεις στο στόμα σου ένα ψωλάρι;

  4. Μήπως αυτό που έχεις συνέχεια στο μυαλό σου και είναι το «ψωλάριον» του επιβήτορά σου;

(Από το διαδύκτιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified