Further tags

  1. Ποδοσφαιρο-σλάνγκ όρος αναφερόμενος στην κλωτσιά στον αέρα λόγω κακής εκτίμησης της πορείας της επερχόμενης πάσας ή, σε ακραίες περιπτώσεις αμπαλίας, της σταθερής θέσης της μπάλας κατά την εκτέλεση «στημένου».

  2. Ηχοληπτικός σλανγκ όρος αναφερόμενος σε ανεπιθύμητο ακαριαίο ήχο «μικρής έκρηξης» που ακούγεται από τα ηχεία, είτε οφείλεται στην ποιότητα των διασυνδεδεμένων συσκευών (ενισχυτές, όργανα, όφωνα) είτε στην αμπαλία του καλλιτέχνου.

  3. Ηλεκτρικο-ηλεκτρονικός σλανγκ όρος αναφερόμενος στο «κάψιμο» συσκευής ύστερα από βραχυκύκλωμα, το οποίο επίσης συνοδεύεται από ακαριαίο ήχο «μικρής έκρηξης» και πτώση ασφάλειας.

Ντισκλέημερ:

  1. Όπου κάνω λάθος, οι αρμόδιοι ένεκα τεχνογνωσίας ας με διορθώσουν.
  2. Ασφαλώς και υπάρχουν και άλλες σλανγκικές χρήσεις του τσαφ (όπως ξαφνική λάμψη στον ουρανό τύπου διάττοντος αστέρος, κ.α.). Παρακαλείται η κοινότης όπως προσθέσει ό,τι και εφόσον αγαπάει.
  1. Τι τον πήραμε για τέρμα; Για να κάνει τσαφ στο βολέ και να λαχταρούμε;

  2. Στο ιστορικό live-album των Deep Purple «Made in Japan», στο β' μέρος του άσματος «Child In Time», ακούγεται ένα ισχυρό τσαφ, το οποίο οφείλεται σε έκρηξη λάμπας ενισχυτού του κιθαριστού Ριχάρδου Μαυροκιάλλου (ή Μαυροπερισσότερου). Βέβαια, ο αστικός μυθολόγος, επί δεκαετίες διέδιδε ότι επρόκειτο περί πυροβολισμού αυτοκτονούντος Ιάπωνα οπαδού, ο οποίος δεν άντεξε τη συγκίνηση, πράγμα που δεν ισχύει τελικά.

Εθνικός Πειραιώς 1974-75 (από poniroskylo, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το ναρκωτικό μεφεδρόνη. Πιθανόν προέρχεται από το ότι το ναρκωτικό ονομάζεται και 4-methylmethcathinone / 4-MM-CΑΤ, που θυμίζει (η αρχή του τελευταίου συνθετικού) την αγγλική λέξη για την γάτα, βλ. το αστικό λεξικό. Προσοχή, λοιπόν, στα τεχνητά γατόνια. Οι όροι μιάου και μιάου μιάου έχουν περάσει και στα ελληνικά, όπως με διαβεβαίωσε άγνωστός μου που περιμέναμε μαζί στην ουρά για το ΙΚΑ.

Η μεφεδρόνη, γνωστή στην «πιάτσα» των ναρκωτικών σαν «ντρόουν», «Μ-Κατ» και «μιάου μιάου», προκαλεί την ίδια ευφορία που δημιουργεί το ecstasy και οι αμφεταμίνες. Η επίδραση αρχίζει μισή ώρα μετά τη λήψη της και διαρκεί ως και τέσσερις ώρες. Ο χρήστης ενδέχεται να παρουσιάσει απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος, ταχυκαρδία, κρίσεις πανικού και μυϊκούς σπασμούς, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις χρηστών που είχαν παραισθήσεις. Πέρυσι, ένας νεαρός στη Βρετανία παραλίγο να αποκόψει το μόριό του υπό την επήρεια της μεφεδρόνης, ενώ πριν από λίγες ημέρες ένας άλλος συμπατριώτης του αυτοπυροβολήθηκε με περίστροφο στο κεφάλι.

(Δες)

Ωδή στην ψυχεδελική γάτα του Syd Barrett (από Vrastaman, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η εκφώνηση της λέξης ποιότητα από τον Κώστα Σημίτη

  2. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από ορκισμένους εχθρούς του τέως πρωθυπουργού για να αναφερθούν απαξιωτικά στο στυλ του και την πολιτική του. Ενίοτε η λέξη προσωποποιήθηκε, “Ο κύριος Πχοιότητα”, για αναφορά στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού είτε από επικριτές τους είτε από οπαδούς του με αίσθηση χιούμορ.

  3. Στην μετά Σημίτη εποχή η λέξη χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός, με ποικίλες και και πολλές φορές αντίθετες έννοιες, σχετιζόμενος με την τέχνη. Σε γενικές γραμμές η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοχή ή αποδοκιμασία ενός έργου τέχνης ή μιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι η χρήση της είναι αυθαίρετη και η απόδοση θετικής ή αρνητικής έννοιας στον προσδιορισμό εξαρτάται από την σχολή καλλιτεχνικής αντίληψης του χρήστη της λέξης και από την άποψή του για το έργο τέχνης ή σχολή αναφοράς.

α) Σε πολλές περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάσει τέχνη η οποία είναι κατ' εξοχήν καταναλωτική ή απλά χαμηλής αισθητικής (με βάση την αποδοχή της καλλιτεχνικής ελίτ).

β) Σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να επιδοκιμάσει καλλιτεχνικά έργα τα οποία παρότι είναι υψηλής αισθητικής, σε σχέση φυσικά με τις προτιμήσεις του σχολιαστή τους, δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής καθώς οι δημιουργοί τους δεν ανήκουν στο “γενικά αποδεκτό” στερέωμα της τέχνης και δεν τυγχάνουν ευνοϊκής κριτικής από τα μίντια.

γ) Σε μια “διεστραμμένη” μορφή, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία τέχνης η οποία, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά είναι υψηλής αισθητικής, δεν τυγχάνει αποδοχής από τον σχολιαστή της, που, ουσιαστικά, προτιμά μία μορφή υπο-κουλτούρας η οποία δεν «είναι γενικά αποδεκτή από το ευρύ καλλιτεχνικό κοινό.

δ) Άλλες φορές τέλος χρησιμοποιείται απλά ως υποκατάστατο της λέξης »ποιότητα«.

  1. Ο όρος απαντά και ως πχιόττα, ενσωματώνει δηλαδή και το φαινόμενο του φαγώματος μιας συλλαβής. Πιθανότατα δε, το πχιόττα να ήταν η εκφώνηση του πχοιότητα από τον Κώστα Σημίτη σε περιπτώσεις που ήταν ιδιαίτερα κουρασμένος.
  1. Δεν υπάρχει γραπτό παράδειγμα.

  2. Βγαίνει και ο Σημίτης και έχει το θράσος να μιλάει για αναπτυξιακή πολιτική! Ναι την ξέρουμε την άχρηστη πολιτική του. Σκέτη πχοιότητα!

... Οι λόγοι για τους οποίους έκανε στροφή ο κύριος Πχοιότητα ίσως να μην είναι ολοφάνεροι...
(blogspot.com)

  1. α) - Πού πήγες χθες βράδυ τελικά;
    - Σ' ένα undergound σκυλάδικο στην Εθνική (οδό Αθηνών-Λαμίας)
    - Μουσική πχοιότητα βλέπω!

β)
... Kαι λίγη πχοιότητα, διότι τα 'χω πάρει με τις “ποιοτικές” αηδίες που βλέπω τριγύρω μου...
(blogspot.com)

γ)
... κλασική μουσική! καλή η πχοιότητα, αλλά εδώ (link) δε παίζεται ο Μελάς! γεια σου μανα Σαλονίκη ...
(twitter.com)

δ)
... Καλέ, εγώ δεν σχολίασα την πχοιότητα (αρνητικά ή θετικά). Απλώς έχει τύχει να δουλέψω μια φορά ένα κείμενο που ήταν η βιογραφία του. Κι έλεγε αυτά ακριβώς που έγραψα. Και με εντυπωσίασε. Αυτά ... (blogspot.com)

Σταρόβας "έχω πάθει πχοιότητα" (από Khan, 05/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).

- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.

To "λογότυπο" της Ιταλικής ομάδας Ρόμα, "κάποτε". Λέμε τώρα! (από GATZMAN, 17/07/10)Ρόμα (από GATZMAN, 17/07/10)Αν η Πίτσα, παντρευόταν τον Ρώμα, θα λεγόταν Πίτσα Ρώμα (από GATZMAN, 17/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σαλταπίδας.

Χρησιμοποιείται, τελευταίως, για να προσδιορίσει τον «κωλοτούμπα», δηλαδή εκείνον που αλλάζει γνώμη τελευταία στιγμή ή που εξαπατά συστηματικά με υποσχέσεις προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, χωρίς να εφαρμόζει αυτά που υποσχέθηκε αρχικά, κλπ. Ευρύτερα, όπως είναι προφανές, χρησιμοποιείται ως πολιτικός λίβελος, κυρίως από τη μαχητική δημοσιογραφική πένα (μέχρι να «τα πάρει» και αυτή και ησυχάσει).

Η προέλευση δεν είναι σαφής και η χρήση του όρου δεν συνδυάζεται ετυμολογικά με το πρωταρχικό νόημα. Οπωσδήποτε συναντάται ως επώνυμο σε διάφορες περιοχές της χώρας, το οποίο, προφανώς προέρχεται από κάποιο παρατσούκλι.

Σε ελεύθερη απόδοση, το παρατσούκλι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ο «πηδηχτούλης» ή ο ιδιαίτερα αλτικός αθλητικός τύπος, ή και μεταφορικά ο άτακτος, ο ασταθών πεποιθήσεων, ο απατεωνίσκος, ο κατεργαράκος κλπ.

Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε την αναφορά σε ομώνυμο χαρακτήρα, από το 100ο διήγημα «Η τελευταία μαύρη γάτα» του δικού μας, Ευγενίου Τριβιζά!

- «...ο μεγάλος ο σαλταπήδας, έκανε μεγάλη »κωλοτούμπα«, ενώ υποσχέθηκε αρχικά την επανίδρυση, προέβη σε διορισμούς...»

- «...ο διάδοχος μεγάλος σαλταπίδας, μετά τα προεκλογικά 4 όχι στο συνταξιοδοτικό, τώρα εφαρμόζει τα 4 ναι, εντελώς ανερυθρίαστα...»

"Ο Σαλταπήδας" από τους Γκρόβερ (από MXΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + ρήμα

Συμπληρώνοντας τον ορισμό της ironick, μια απλούστερη σύνταξη του αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα), επιρρηματική δλδ χρήση της λέξης που δηλώνει επίσης απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

Κρυφομοφυλοφιλικός όρος στο β' παράδειγμα;

  1. (τροποποίηση του της ironick)
    - Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
    - Αρχίδια έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
    - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
    - Καλά, αρχίδια βλέπεις.

  2. - Γαμάει;
    - Αρχίδια γαμάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γκομενάκια - εργαζόμενες μερικής απασχόλησης σε διαφημιστικές εταιρείες προώθησης προϊόντων, κατά κόσμον προμόσιον.

Τα συγκεκριμένα εργαζόμενακορίτσια είναι πάντοτε εκπάγλου καλλονής , στοιχείο απαραίτητο για να τραβούν την προσοχή των συνανθρώπων μας ουτωσώστε να προωθήσουν το προϊόν τους.

— Πάμε ρε Μπουρνάζι;
— Όχι, τις έχω βαρεθεί τις μπουρναζογκόμενες και τις πλατινομαλλούσες.
— Έλα ρε παπάρα, αφού ξέρεις... πάντα σκάνε και τα γαμάτα τα διαφημισόμουνα.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified