Further tags

Πρόκειται για συνώνυμο των λέξεων χύσι, φλόκι, ψωλόχυμα, το γνωστό δηλαδή λευκό παράγωγο του ανδρικού γενετήσιου μορίου.

- Τι έγινε τελικά με την γκόμενα, το κάνατε;
- Ναι ρε φίλε, είχα και καιρό να γαμήσω και όταν έχυσα της άδειασα μισό κιλό ψωλέλαιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει σαν να έχει φάει άνθρωπο, φουσκωμένος και τεντωμένος... με τα χέρια να μην κλείνουν και το στήθος φουσκωμενο.

Το έλεγε ο Αλέφαντος (Μιτσικωστας) για τον Τζιόλη: όσοι τον έχουν δει να παίζει μπάλα καταλαβαίνουν πώς κολλάει.

Κοίτα τον τύπο πως περπατάει... σαν κονιόρδος!

(από Jonas, 10/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατευθείαν από το χώρο της πολιτικής παραφιλολογίας.

Εξόχως μειωτικός χαρακτηρισμός. Επιφυλάσσεται σε βουλευτές και λοιπά στελέχη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, προσδεδεμένους στο άρμα της Ντόρας Μπακογιάννη. Προσδεδεμένοι σε βαθμό αφοσίωσης και αφοσιωμένοι σε βαθμό αηδίας.

Οι ντοράκηδες είναι πολλοί. Άλλωστε το 90% των εν ενεργεία γαλάζιων βουλευτών, δημάρχων, νομαρχών, συνδικαλιστών κλπ στήριξε Ντόρα στις χθεσινές εκλογές. Κάποιοι ωστόσο είχαν άλλη άποψη...

Κυρίως όμως, όταν γίνεται λόγος για ντοράκηδες, «φωτογραφίζονται» ορισμένα μεγαλοστελέχη, συνήθως εκ παντέρμης Κρήτης ορμώμενοι: Βουλγαράκης, Μεϊμαράκης, Κωστής Χατζηδάκης κ.α. Par excellence οι δύο πρώτοι, γνωστοί γόηδες και μπήχτηδες. Τα πρωτοπαλίκαρα, κάτι σαν Ηρακλείς του στέμματος ένα πράμα...

Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως κατά το παρελθόν, αρκετοί ντοράκηδες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με την Κυρία, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν την εύνοια του μπαμπά της. Ποτέ όμως δεν την αγάπησαν πραγματικά. Οι φήμες αυτές αναπαρήχθησαν προσφάτως από την καινούρια εφημερίδα του Μάκη, η Ντόρα όμως άσκησε αγωγή και ζητάει 3 μύρια ευρά αποζημίωση για ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη κ.λ.π.. Όταν τη ρώτησαν τι θα κάνει τόσα λεφτά, απάντησε με άνεση πως τα θέλει για να εξασφαλίσει τα γεράματά της. Μπιλίβ ιτ.

  1. Kavala Blogs » Το Μποστάνι » ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ EMAΣ ΣΤΗΝ κ. ΝΤΟΡΑ... ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΤΟΡΑΚΗΔΕΣ.... (ΜΕΡΑ ΠΟΥΝΑΙ). Βλ. εδώ.

  2. Οι… Ντοράκηδες!
    Προκαλεί εντύπωση η εμμονή κάποιων «μεγαλοδημοσιογράφων», προοδευτικής, υποτίθεται, απόκλισης να κόπτονται υπέρ της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας μέχρι και... «διχαστική» την προχθεσινή πρωτοβουλία Αβραμόπουλου.
    Βλ. εδώ.

  3. Ντοράκηδες kαι σαμαρικοί στην Κ.Ο.
    Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
    Βλ. εδώ.

Επίσης βλ. ντορίτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).

Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.

Ornella, η αγαπημένη των κοπρολάγνων? (από Vrastaman, 28/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μιλάς τόσο πολύ στο τηλέφωνο, που είναι πια σαν να έχεις το ακουστικό για σκουλαρίκι.

Φυσικά κολλάει πιο πολύ στις γυναίκες, οι οποίες ξεχνάνε τα το κλείσουνε.

- Aααντε ρε Άννα κλείσ’ το πια, σκουλαρίκι το έχεις κάνει το ρημάδι.

- Καλά αυτός είναι Σκολαρίκος (βλ. Συγγραφέας), άμα το πιάσει το τηλέφωνο δεν το αφήνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified