Further tags

Το επιτραπέζιο φωτιστικό σώμα, για τη μερίδα εκείνη των ανθρώπων που αδυνατούν να αποδεχθούν ότι στην ελληνική υπάρχουν ουσιαστικά που λήγουν σε σύμφωνο, εξ ου και η βολική κατάληξη (κατα το δοκούν). Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επίσης τα φερμουάρ-ι, καλσόν-ι, ενώ υπάρχουν και τα λήγοντα σε -ο, όπως π.χ. το τάπερ-ο. [πληθυντικός τα φερμουάρ-ια, τα τάπερ-α κλπ]

  1. Πάλι βρε δε μου' φερες τα τάπερα; Και πού θα σου βάλω τώρα τα γεμιστά;

  2. Σβήστο βρε κούλα, το ρημάδι το λαμπατέρι να κοιμηθούμε καμιά ώρα!

βλ. και λαπιτόπι, σούτι, φωτοσούτι, μπήτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται «βέρια»)

Προέλευση: σύμπτυξη 2 λέξεων, βέρι (=νταραβέρι) + area (αγγλ. = χώρος).

Είναι ο χώρος που είναι γνωστός λόγω του ότι γίνονται νταραβέρια (κυρίως με ναρκωτικά), παράνομες συναναστροφές μεταξύ περίεργων. Βarea είναι συνήθως πάρκα, εκκλησίες και πλατείες (στην Αθήνα η πιο γνωστή είναι η Ομόνοια).

*Το λήμμα δεν σχετίζεται με την πόλη Βέροια (εκτός αν κάποιος ξέρει κάτι καλό εκεί).

- Ρε φίλε, που θα βρούμε εδώ πέρα κάποιον να γίνουμε;
- Άραξε, έχω ακούσει ότι είναι μια πλατεία εδώ κοντά, κλασσική βarea!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεβαστό ποσό χρημάτων που ο ιδιοκτήτης απαιτεί μαύρα πριν από την κατάρτιση της μίσθωσης καταστήματος. Στα ένδοξα χρόνια του ελληνικού υπαρκτού σοσιαλισμού και στις αρχές της 10ετίας του 1990, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις γνώριζαν άνθιση και τα καταστήματα προς ενοικίαση είχαν μεγάλη ζήτηση, ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική. Σήμερα αμφιβάλλω αν διατηρείται πουθενά. Πιθανά, ίσως, στους πολύ κεντρικούς δρόμους μεγάλης εμπορικότητας Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

-Και πόσο είναι το ενοίκιο;
-200.000 δρχ. το μήνα και 2.500.000 αέρα.
-Ωραία, τον αέρα θα τον πληρώσω με επιταγή.
-Τι λε ρε φίλε, έχει κι άλλα έξυπνα παιδιά η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτό έδεσμα της ελληνικής κουζίνας. Ψήνεται μόνο σε μπρίκι και σερβίρεται αναμμένο.

- Πω πω... Πεινάω.
- Να σου ψήσω ένα φλαμπούτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποικιλία μαλακού ψημένου μαυρακίου με προέλευση συνήθως το Αφγανιστάν. Αγοράζοντάς το ενισχύετε τον αγώνα των χασασίνων.

- Ξένες συμμορίες πήραν το πάνω χέρι στον «πόλεμο» που μαίνεται στις πλατείες της Αττικής για τον έλεγχο της αγοράς των ναρκωτικών. Αλβανοί, κατά πρώτο λόγο, αλλά και -τελευταία- Νιγηριανοί και Πακιστανοί (που εισάγουν στη χώρα μας το αφγανικό χασίς, που είναι γνωστό στις πιάτσες με την επωνυμία «πλαστελίνη») ξαναμοιράζουν τις «περιοχές ευθύνης», τις περισσότερες φορές όχι αναίμακτα.
(εδώ)

- ...το χασίς. Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.
(εκεί)

- Το μαύρο που σου είπε ο Φούντας (το ψημένο δηλαδή) είναι το επεξεργασμένο. Παρασκευάζεται με κοσκίνισμα. Μούφα γενικά και οι πλαστελίνες (τα μαλακά ψημένα) μούφα γενικότερα. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ψαρέματος επιφανείας το οποίο εξασκείται πάνω σε βάρκα. Πρόκειται για κωδικοποίηση της προτροπής σε γενετήσια πράξη (κοινώς γαμήσι ή καλαφάτισμα), προκειμένου να μην αντιληφθούν τίποτα περί τούτου οι τυχόν παρευρισκόμενοι.

Καλό είναι να χρησιμοποιείται σε μέρη παραθαλάσσια ή παραλίμνια ή παραποτάμια, μιας και η πρόσκληση σε ψάρεμα σε κάποιο ορεινό θέρετρο ή κατά την διάρκεια του χειμώνα και του ψύχους θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα (κοινώς, θα καρφωθείτε στους υπόλοιπους).

  1. Τυπάς ο οποίος προσεγγίζει διαστημική γκόμενα σε παραθαλάσσιο μπαρ:
    - Μωράκι, τι λες; Πάμε για κανά τσαπαρί;
    - Και δεν πάμε; Θα φέρω τα δολώματα...

  2. - Εχθές το βράδυ είχα πάει για τσαπαρί...
    - Τσίμπησε-τσίμπησε;
    - Οουυυ!!! Έβγαλα μια συναγρίδα νααααά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αποτελείται από δύο συνθετικά: παπαριά + βιολί.

Οι μεν παπαριές σημαίνουν τις μαλακίες που μπορεί κάποιος να λέει, και το βιολί προκύπτει από την φράση: Και αυτός το βιολί του.

Και τα δύο μαζί, συνθέτοντας την λέξη παπαροβιολιές, υποδηλώνουν ότι κάποιος, εκτός από τις μαλακίες που λέει, έχει και εμμονή με τις συγκεκριμένες έτσι ώστε να τις επαναλαμβάνει συνεχώς.

- Συνάντησα τον Σωτήρη προχθές τυχαία μετά από πολύ καιρό.
- Τι κάνει;
- Τα γνωστά. Τις ίδιες παπαροβιολίες λέει ως συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified