Ντοπιολαλιά από νομό Ηλείας (ΒΑΡΔΑ) που σημαίνει κροτίδα.
Τάκης:
- Κοίτα πώς κυκλοφορεί το τσόκαρο, θέλει να φορέσει και μίνι...
Ανδρέας:
- Ε, ρε σφόκα που θέλει...
Ντοπιολαλιά από νομό Ηλείας (ΒΑΡΔΑ) που σημαίνει κροτίδα.
Τάκης:
- Κοίτα πώς κυκλοφορεί το τσόκαρο, θέλει να φορέσει και μίνι...
Ανδρέας:
- Ε, ρε σφόκα που θέλει...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που είναι παρτάλι, ο ανισόρροπος, ο ό,τι να 'ναι, ο παρασάνταλος (συνηθίζεται να λέγεται στο νομό Ηλείας-Βάρδα).
Τάκης: - Ρε ζώον, τι φοράς εκεί, το ένα παπούτσι κόκκινο, το άλλο πράσινο;;;
Θέμης: - Ντάξει μωρέ και τι έγινε;;;;
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο κωλοδάχτυλο.
Η πρώτη φορά που είδα κλάβρα ήταν απ' την πρώην μου όταν με είδε να φιστικώνω την μέχρι τότε καλύτερή της φίλη. Με είπε και «λαμπουρόφατσα». Ποιος την χέζει όμως την πουτάνα; Έτσι κι αλλιώς αυτή τα ίδια μού 'κανε. Πήρε και φόρα να μού πετάει κλάβρες και βρισιές όταν όλες της αξίζουν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος, κάποια ή κάτι σου στέκεται εμπόδιο την ώρα που τα ρίχνεις σε μία κοπέλα με απώτερο σκοπό το σεξ. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «cock-block» και σημαίνει το εμπόδιο του πέους.
Είσαι στο club απέναντι σου στέκεται μια θεά. Έχεις ανοίξει συζήτηση μαζί της και όλη γύρο σου το έχουν πάρει χαμπάρι ότι γουστάρετε ο ένας τον άλλον. Μετά από πολύ ώρα συζήτησης είστε πλέον έτοιμοι και οι δύο να συνεχίσετε την βραδιά γεμάτο αμαρτία και πάθος. Δυστυχώς η φίλη της σας πλησιάζει και αναφέρει ότι πρέπει να την πάει σπίτι τώρα! Μόλις έπεσες θύμα κοκομπλόκου.
Ο κοκομπλόκος- Η κοκομπλόκο- Το κοκομπλόκο- Τα κοκομπλόκα και πάει λέγοντας.
Δες και παθαίνω κοκομπλόκο, βλακ άουτ, μπλακάουτ, κλακάζ
Got a better definition? Add it!
Kρατώ κάποιον απ' τη μέση του παντελονιού (πισινό) και τον πηγαίνω όπου θέλω εγώ. Συνήθως συνοδεύεται με λαβή ελέγχου (πχ. κεφαλοκλείδωμα) απ' το άλλο χέρι. Εναλλακτικά, βρίσκομαι πίσω από κάποιον και τον κάνω ό,τι θέλω.
Ο πορτιέρης σήκωσε τοn μεθυσμένο και τον πήγε κωλοφεράντζα έξω απ' το μαγαζί.
Got a better definition? Add it!
Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».
================
Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.
Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».
Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :
Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.
Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.
Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.
Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).
Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.
Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».
Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.
Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.
Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».
Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.
Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».
Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.
Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.
Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.
Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).
Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.
Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.
Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.
Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.
Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…
Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…
Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…
Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.
Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.
Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…
Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…
Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.
Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».
Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.
Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.
Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.
Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…
Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)
Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.
Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…
Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).
Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.
Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).
Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…
Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).
Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.
Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.
τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.
Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».
Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».
Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.
Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…
Εντός ορισμού.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Got a better definition? Add it!
Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.
Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.
Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.
Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.
από το νέτι.
Got a better definition? Add it!
Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.
(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)
Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.
Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.
Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.
Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:
Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.
Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.
Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.
Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».
Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).
Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).
Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κουράδες, σκατά του αλόγου, μεγάλες και βρωμερές. Συνήθως απαντώνται σε ιππικούς ομίλους ή σε πανηγύρια με παρελάσεις αλόγων.
- Ρε Μήτσο, τι έπαθα χθες...
- Τι ρε φίλε, με ανησυχείς.
- Γυρίζοντας σπίτι από το μπαρ πάτησα μια κουρατζίνα και την έφερα σπίτι, το τι άκουσα από την κυρά Λένη δεν λέγεται.
βλ. και τούρτα, νάρκες, ναρκοπέδιο
Got a better definition? Add it!
Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.
Εκ του αγγλικανικού fix.
- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)
- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)
- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!