Further tags

Υπάρχουν πολλά είδη φιλιών:

Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή πασπαρτού που συνδυάζει όλα τα ανωτέρω: οι φιλούρες!

Ασίστ: Khan.

- Είναι γνωστό αφενός ότι οι μογγόλοι ιππείς είναι κοντοί βάσει δαρβινείωνε νόμωνε, (=επέζησαν οι ιππείς με το πιο αεροδυναμικό σχήμα), και αφεδύο είναι γνωστοί για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, «για την αγάπη πάντα τραβούσες σπαθί, το πιο όμορφο κορίτσι το είχες εσύ», που λέει και το άσμα του Έλεκτρον για τον Τζένγκις Χαν. Φιλούρες.
(παραβιάζοντας το απόρρητο τση αλληλογραφίας του Χάνκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μονολεκτική έκφραση «Ξίδι!» σημαίνει «να πιεις ξίδι!» και αντιστοιχεί στο «παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» (άντε, σας έκανα και ρίμα).

Οι ρίζες της έκφρασης αυτής είναι πολύ παλιές, από τα χριστιανικά έπη, όπου περιγράφεται η σκηνή κατά την οποία προσφέρουν ξίδι στον Τζίζαντα:

«και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος (στσ: Γολγοθάς) έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν…». (Ματθ.27.33), ή

«Μετά τούτο γινώσκων ο Ιησούς ότι πάντα ήδη ετελέσθησαν διά να πληρωθή η γραφή, λέγει· Διψώ. Έκειτο δε εκεί αγγείον πλήρες όξους· και εκείνοι γεμίσαντες σπόγγον από όξους και περιθέσαντες εις ύσσωπον προσέφεραν εις το στόμα αυτού. Ότε λοιπόν έλαβε το όξος ο Ιησούς, είπε, Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάννης ΙΘ: 28-30).

Μην κολλήσουμε τώρα στο τι ακριβώς συνέβη τότε, κανείς μας δεν ήταν εκεί, οι θεολογικές συζητήσεις αιώνων δεν το έχουν λύσει και πάντως δεν είναι της παρούσης ή του σλανγκρ το θεματάκι αυτό.

Το ξίδι αυτό υποτίθεται ότι ήταν ένα μείγμα ναρκωτικών ουσιών με βάση το ξίδι, το οποίο μείγμα έδιναν οι Ρωμαίοι σε όσους σταυρώνανε, για να μαστουρώνουν κατά τη σταύρωσή τους και να μην πολυπαίρνουν χαμπάρι την πολυήμερη πορεία τους προς τον θάνατο από πόνο, πείνα και δίψα. Ωραίες εποχές.

Γενικά όμως, ακόμα και σήμερα, το ξίδι θεωρείται, παρά την άκομψη γεύση του, κατευναστικό: φάρμακο κατά των κρίσεων άσθματος, της ταχυπαλμίας κλπ (άσχετα αν σου γαμεί το στομάχι). Άρα, ενδέχεται πράγματι να δόθηκε στον τζίζαντα για να καταπραΰνει τον σωματικό τε και ψυχικό πόνο της σταύρωσης, αλλά ούτος το αρνήθηκε, όχι μόνο (λέω εγώ και πιθανόν και άλλοι) επειδή δεν του άρεσε, αλλά επειδή σκοπός του δεν ήταν η ανακούφιση.

Ο λαός ημών όμως, μάλλον δεν φαντάστηκε ή δεν πίστεψε ποτέ του ότι το ξίδι είναι φάρμακο: σα να ένιωσε ότι ήταν προσβολή απέναντι στον ημίθεο η πρόποση με ξίδι. Έτσι λοιπόν, όταν ο λαός θέλει να πικάρει κάποιον που έχει παρεξηγηθεί από δική του κόμπλα, δηλαδή αδίκως, του λέει «να πιεις ξίδι!», με σκοπό να γίνει χειρότερη η ενόχλησή του, ως τιμωρία/εκδικησούλα για το πόσο μαλάκας παρεξηγιάρης είναι. Θα έπρεπε ωσεκτουτού να αποτελεί ύβρη (για όσους πιστεύουν) ο υπαινιγμός και η αντιστοιχία της έκφρασης αυτής με το χριστιανικό επεισόδιο, αλλά μπα.

Σλανγκασίστ: τζονμπλάκ

  1. πειράχτηκες φίλε μου;
    Δεν το περίμενα
    από ένα τόσο πνευματώδες άτομο
    σαν κι εσένα.
    Ξίδι!
    (από σχόλιο χρήστη μας προς χρήστη μας)

  2. Όλοι ξέρουμε τη φράση: «Ξύδι για τα νεύρα». Τι εννοούμε άραγε με τη φράση αυτή; Το ξύδι είναι τονωτικό και ευφραντικό όπως είπαμε παραπάνω το έπιναν οι Ρωμαίοι στρατιώτες... κάτι ήξεραν! Και έτσι όπως βλέπω τον κύριο δίπλα στη φώτο μου έρχεται να του πω:
    Να πιείς ξύδι κύριε- νεύρα!!! Άμα ζορίζεσαι, να πιείς ξύδι!
    (από το νέτι)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.

Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».

- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάθε φαγητό-γεύμα που περιέχει κρέας. Λέγεται υποτιμητικά από ντεμέκ ζωόφιλους ημιχορτοφάγους (τους βετζετέριαν εννοώ) και λοιπούς υγιεινιστές.

  2. Γυναίκα που δεν έχει φαντασία στο κρεβάτι και περιμένει να τα κάνει όλα ο γαμιάς.

  1. - Πάλι ψοφίμι θα φάμε σήμερα;
    - Σκάσε και τρώγε μούλικο, που θα μου πεις ψοφίμι το στιφάδο μου.

  2. - Πώς πήγε με τη Σούλα;
    - Πολύ ψοφίμι μάγκα μου. Κόντεψα να κοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταφόπλακα στη σλανγκ αποκαλείται:

  • η τελειωτική και αμετάκλητη ενέργεια, η οποία «κλειδώνει» την έκβαση ενός γεγονότος, όπως και η πραγματική ταφόπλακα σφραγίζει την τελευταία κατοικία.
  • στους άνω των 40 (όπου και αρχίζει η επικίνδυνη για εμφράγματα και εγκεφαλικά ηλικία), αποκαλείται η μουνάρα. Ο λόγος είναι ότι μια νύχτα μαζί της σε στέλνει στον τάφο.
  1. (σε καφενείο)
    - Ένα έξι και σε έσκισα....
    - Ονειρέψου...
    (φέρνει εξάρες...)
    - Ένα ζήτησα! Το λοιπόν, μία εδώ, δύο εδώ, και δύο που βάζουν την ταφόπλακα. Σφραγισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων... - Μοίρα...

  2. - Ο Τζόρβας κάνει την πρώτη μαλακία και αναμένουμε, μπας και κουνηθεί ο Παναθηναϊκός. Αλλά τότε με μια δεύτερη κίνηση ματ, βάζει ο ίδιος παίκτης την ταφόπλακα, κάνοντας αυτήν την φοβερή έξοδο...

  3. - Πω, πω, κυρ Μήτσο, βγες να δεις τι ταφόπλακα περνάει απέξω...

(από Vrastaman, 07/11/10)...σε μελέταγα το πρωί, είδα μια ταφόπλακα στη Χρυσή Ευκαιρία μούρλια, να στην πάρω για τη γιορτή σου. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.

  2. Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.

  3. Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.

Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:

  1. Ο πούτσος.

Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified